Πολιτική είναι το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται και των μεθόδων και διαδικασιών που ακολουθούνται, μέσω των οποίων ομάδες ανθρώπων
οργανώνονται και λειτουργούν, προκειμένου να πετύχουν με τον αποτελεσματικότερο τρόπο και με το μικρότερο δυνατό κόστος τους σκοπούς που
επιδιώκουν σε διάφορους τομείς δραστηριοτήτων. Δημοσιογραφία είναι η συγκέντρωση ειδήσεων και πληροφοριών, και η διάδοση τους μέσω των μέσων
μαζικής ενημέρωσης με στόχο την κατά το δυνατόν ορθή πληροφόρηση των πολιτών. Η δημοσιογραφία εμπεριέχει την υποκειμενική άποψη αυτού που την ασκεί, από τον τρόπο διαμόρφωσης ή παρουσίασης των συγκεντρωμένων πληροφοριών, μέχρι τον άμεσο σχολιασμό τους. Ένας από τους τομείς με τους οποίους ασχολείται η δημοσιογραφία είναι η πολιτική. Αν και με την υποκειμενική, προσωπική του ματιά, ο δημοσιογράφος οφείλει να είναι ανεξάρτητος, δηλαδή να μην έχει εξαρτήσεις από τις πηγές του, να προσφέρει αξιόπιστη και πολύπλευρη πληροφόρηση, να μην παίζει σε παιχνίδια προπαγάνδας και χειραγώγησης της κοινής γνώμης, αλλά να είναι η φωνή των πολιτών και των προβλημάτων τους και να ασκεί έλεγχο σε αυτούς που ασκούν την πολιτική.
Μπορεί όμως η δημοσιογραφία να είναι ανεξάρτητη; Διακαής στόχος της εκάστοτε εξουσίας είναι ο έλεγχος της πληροφορίας και της δημοσιότητας. Γι’
αυτό ο Τύπος και τα Μέσα ενημέρωσης λογίζονται ως η 4η εξουσία. Ο ρόλος και η λειτουργία τους αναζητούνται στο διάμεσο όσων κατέχουν κάθε είδους εξουσία και των υποκειμένων της ως «μάρτυρες» στην προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος. Τα τελευταία χρόνια επικράτησε όμως ο έλεγχος των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων με οικονομικούς όρους, όπως κρατικές επιδοτήσεις μέσω απευθείας ενισχύσεων ή διαφημιστικής στήριξης, αλλά και εργασιακούς όρους, όπως κατάργηση ασφαλών εργασιακών σχέσεων στον κλάδο, επικράτηση της επισφάλειας, της ανεργίας, της ημιαπασχόλησης. Σε αυτές τις συνθήκες το καθεστώς προπαγάνδας κατόρθωσε εύκολα στη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ να ελέγξει και να χειραγωγήσει τους δημοσιογράφους. Βρέθηκε έτσι η τηλεόραση να παράγει εξουσία και να υπαγορεύει την πολιτική, αγνοώντας επιδεικτικά το βασικό της ρόλο, αυτόν της όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικής πληροφόρησης των πολιτών. Παρά τον ασφυκτικό έλεγχο των δημοσιογράφων στην εποχή μας, τα ΜΜΕ όπως και να ‘χει σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις υπήρξαν αυτόνομες επιχειρήσεις πληροφόρησης με οικονομική αυτοτέλεια. Η παρουσία και η δράση τους πάντοτε εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από τη σχέση τους με την πολιτική και την οικονομική εξουσία, αυτό που όλοι μας συνηθίσαμε πια να αναγνωρίζουμε ως διαπλοκή. Έτσι εξηγείται η εξαγορά χρεοκοπημένων ομίλων από Έλληνες κυρίως καπιταλιστές για να τους χρησιμοποιήσουν ως εργαλεία άσκησης πίεσης στην πολιτική εξουσία και διασφάλισης των οικονομικών τους συμφερόντων σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Πολίτης που δεν πληροφορείται σωστά όμως δεν μπορεί να πάρει τις σωστές αποφάσεις, δεν μπορεί να καθορίσει ο ίδιος το μέλλον του.
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης ο Γιάννης Παντελάκης έγραψε σε ένα άρθρο του: “Με τη βαθιά οικονομική κρίση, η φούσκα έσκασε. Τα Μέσα
Ενημέρωσης κλείνουν το ένα μετά το άλλο· όσα παραμένουν στη ζωή, το κάνουν με αβέβαιο μέλλον και δραματικές επιπτώσεις στους εργαζόμενούς τους. Άρα και τους δημοσιογράφους, οι οποίοι προκειμένου να διατηρήσουν μια θέση έστω κακοπληρωμένης εργασίας, σ’ ένα μεγάλο μέρος τους είναι πρόθυμοι για αρκετές εκπτώσεις πάνω στη δουλειά τους. Περιορίζουν την ερευνητική τους ματιά, δέχονται πιο εύκολα πιέσεις κάθε είδους, είναι αναμφισβήτητα περισσότερο ευάλωτοι από κάθε άλλη φορά. Το βλέπουμε όλοι το τελευταίο διάστημα. Δημοσιογράφοι παραδέχονται ότι έκρυβαν ή αλλοίωναν ειδήσεις, επειδή “έτσι τους είχαν πει”. Ποιοι; Οι ιδιοκτήτες των Μέσων Ενημέρωσης στα οποία απασχολούνται”. Και φυσικά οι δημοσιογράφοι που αναφέρονται στο άρθρο είναι οι υψηλού κύρους και ισχύος, και όχι οι χαμηλότερης αναγνωρισιμότητας οι οποίοι παρά τις πιέσεις που δέχονται προσπαθούν να κινηθούν στα όρια της δεοντολογίας. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο, δημοσιογράφοι-σταρ που έχουν αλλοτριωθεί υποταγμένοι στις επιθυμίες των οικονομικών συμφερόντων να χρησιμοποιούν τις ικανότητες και την αναγνωρισιμότητά τους, όχι μόνο για να παίξουν το παιχνίδι του συστήματος, αλλά και για να διεκδικήσουν τον καθοδηγητικό ρόλο του πολιτικού μέσα στην ίδια την πολιτική τάξη.
Έχουμε έτσι το φαινόμενο των δημοσιογράφων-πολιτικών, δηλαδή δημοσιογράφων που συνδυάζοντας πληροφορίες, γνώση και εμπειρία από το
πολιτικό συνήθως ρεπορτάζ, μεταπηδούν στα κομματικά γραφεία ως ειδήμονες, πιστεύοντας ότι μπορούν να δράσουν πιο αποτελεσματικά από τους ίδιους τους πολιτικούς, χωρίς βέβαια να υποχρεώνονται να απομακρυνθούν από τη δουλειά τους, παίζοντας έτσι παιχνίδι σε διπλό ταμπλό. Στις ευρωεκλογές του 2014 μόνο “κατέβηκαν” 21 υποψήφιοι δημοσιογράφοι. Η δημοσιογράφος Σοφία Ιορδανίδου αναρωτιέται πόσο λογικό είναι ένας δημοσιογράφος που εκ της θέσεώς του βρίσκεται απέναντι από την εξουσία, κάποια στιγμή να διασχίζει τον Ρουβίκωνα και να την επιζητάει. Κάπου εκεί θεωρεί ότι θεμελιώνεται και ριζώνει η διαπλοκή. Και όταν η διαπλοκή προκύπτει σε μεγάλο βαθμό, εντείνοντας την χειραγώγηση και εργαλειοποίηση των ΜΜΕ προς ίδιον όφελος των κρατούντων το χρήμα και την εξουσία, δεν αφήνει αδιάφορη την κοινή γνώμη για την εμπιστοσύνη που δείχνει στη δημοσιογραφία. Αυτό φαίνεται και στην ετήσια έκθεση για την ενημέρωση στο Διαδίκτυο (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που διεξήχθη από τα τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου του 2022. Το δείγμα που επιλέχτηκε
είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού που διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο (στην Ελλάδα το ποσοστό είναι 78%) και όχι αντιπροσωπευτικό του συνολικού πληθυσμού. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι μόνο το 27% του δείγματος εμπιστεύεται «τις περισσότερες ειδήσεις τις περισσότερες φορές». Και ενώ στην πρώτη φάση της πανδημίας το ποσοστό εμπιστοσύνης ανέβηκε λίγο, στην παρούσα δημοσκόπηση έπεσε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Ενδιαφέρον αποτελεί πως μόνο το 7% και 8% του δείγματος αντίστοιχα, πιστεύει ότι τα ΜΜΕ είναι ελεύθερα από αθέμιτες πολιτικές ή επιχειρηματικές επιρροές.
Αντιδρώντας για το θέμα της ανελευθερίας του Τύπου, και συγκεκριμένα για την 108η θέση που κατατάσσουν την Ελλάδα οι ρεπόρτερ χωρίς σύνορα, ο
δημοσιογράφος Δημήτρης Παγαδάκης σε άρθρο του στο Πρώτο Θέμα αναφέρει:
“Οι «Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα», μια ΜΚΟ με έδρα στο Παρίσι που χρηματοδοτείται από ξένες τράπεζες και τον Σόρος, ιδρύθηκε από φιλο-Τραμπικό δημοσιογράφο ο οποίος υποστηρίχθηκε από τη Μαρίν Λεπέν, έκριναν ότι ο ελληνικός Τύπος είναι σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι στο Μπουρούντι και λίγο καλύτερη απ’ ό,τι στη Ζάμπια – Μια οργάνωση όμως με σπόνσορες που της θέτουν σύνορα δεν είναι η καλύτερη για να κρίνει την αξιοπιστία του παγκόσμιου Τύπου”. Χωρίς να αποφανθώ για την αμεροληψία ή μη των αποτελεσμάτων, συμμερίζοντας όμως την δήλωσή του, μπορώ να πω ότι και μια οργάνωση (η ελληνική δημοσιογραφία) με σπόνσορες (την ελληνική κυβέρνηση με τις λίστες της και άλλες επιχορηγήσεις) που της θέτουν σύνορα δεν είναι η καλύτερη για να κρίνει, ας πούμε, την αξιοπιστία των “ειδικών της κυβέρνησης” για την υγειονομική κρίση που ζήσαμε, και την κάθε “κρίση” που εμφανίζεται συστηματικά πλέον στη ζωή μας.
Για το ίδιο θέμα παίρνει θέση και ο δημοσιογράφος Δημήτρης Πολιτάκης λέγοντας ότι το επίπεδο της δημοσιογραφικής κάλυψης στη χώρα μας έχει ανέβει
αισθητά σε σχέση με 20 χρόνια πριν, επειδή πλέον υπάρχει πρόσβαση σε πολύ περισσότερες ανεξάρτητες φωνές και πλατφόρμες, ασχέτως του αν τα μεγάλα μέσα μοιάζουν πιο προβλέψιμα και καθεστωτικά από ποτέ. Θα συμφωνήσω με αυτή την τοποθέτηση. Σε αντίθεση με τα τηλεοπτικά ΜΜΕ, τα οποία εκ φύσεως εκφράζουν την κυρίαρχη ιδεολογία και ελέγχονται στενά από ισχυρά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, το εύρος του διαδικτύου προσφέρει χώρο στον αντιπολιτευτικό, αντι-ηγεμονικό λόγο και στις περιθωριακές ή μειονοτικές θεωρήσεις να αναπτυχθούν και να αποκτήσουν (σχετική) προβολή. Θα αναφέρω όμως και έναν προβληματισμό. Όταν ο πρωθυπουργός και άλλα πολιτικά πρόσωπα της χώρας μας, ακόμα και οι συστημικοί δημοσιογράφοι, άτομα με κύρος και εξουσία, εκφράζονται δημόσια με απρεπή-απαξιωτικό λόγο προς τους πολίτες και ανεξάρτητους δημοσιογράφους που ασκούν κριτική στο έργο της κυβέρνησης και στους ίδιους ακόμα τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους που υπηρετούν τα συμφέροντά τους, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχει πραγματική ελευθερία τύπου; Ακόμα και αν ακουστεί η “άλλη” φωνή στοχοποιείται, επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο την χειραγώγηση του λαού προς δικό τους όφελος.
Όσο και αν ο πρωθυπουργός μας ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει θέμα ελευθερίας του Τύπου στην χώρα μας, τα γεγονότα αποδεικνύουν το αντίθετο. Υπάρχει
έλεγχος, λογοκρισία, φίμωση, διώξεις, οικονομικός εκφοβισμός, ακόμα και καταστολή στις ανεξάρτητες φωνές των μέσων ενημέρωσης. Και όταν αυτές οι
τακτικές αποτυγχάνουν να φέρουν αποτέλεσμα, καταλήγουμε να βλέπουμε επιθέσεις εις βάρος των δημοσιογράφων, που ενίοτε είναι και δολοφονίες.
Φαινόμενο που συναντάται σε παγκόσμιο επίπεδο. Η έρευνα, η αποκάλυψη, ο έλεγχος της κάθε εξουσίας, κύρια συστατικά της ελεύθερης, αδέσμευτης
δημοσιογραφίας πλέον λογίζονται ως επικίνδυνα φαινόμενα για τα μεγάλα οικονομικά, θεσμικά, εταιρικά, πολιτικά συμφέροντα. Και για αυτόν ακριβώς το
λόγο οι δημοσιογράφοι έχουν μόνο έναν σύμμαχο για την ελευθερία στη δουλειά τους, την ίδια την κοινωνία. Είναι η «φωνή» της και οφείλει να ακούγεται δυνατά.
Το αποκορύφωμα της τραγωδίας της συμπόρευσης πολιτικής και δημοσιογραφίας στην χώρα μας, αποτυπώνεται στην πρόσφατη τραγωδία στα
Τέμπη, που στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 57 ανθρώπους. Οι “γνωστοί” δημοσιογράφοι των μίντια έριξαν την ευθύνη στον σταθμάρχη σαν να ήταν καθαρά ένα δικό του ανθρώπινο λάθος, και στην κυβέρνηση δεν απέδωσαν καμία ευθύνη, ούτε μία νύξη ότι μπορεί να υπάρχει κάποιο σφάλμα, κάποια παράλειψη από την πλευρά της. Πολλές από τις δηλώσεις τους μάλιστα προκάλεσαν την οργή του κόσμου. Μέχρι και η ΕΣΗΕΑ (Ένωσις Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών), έβγαλε ανακοίνωση για να σχολιάσει τον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ καλύπτουν την τραγωδία, λέγοντας ότι απομακρύνονται από την αποστολή τους να ελέγχουν την εξουσία και να υπερασπίζονται το δημόσιο συμφέρον. Το Bloomberg δημοσίευσε για το δυστύχημα ότι το ελληνικό δίκτυο σιδηροδρόμων είναι το πιο επικίνδυνο σε όλη την Ευρώπη. Αναφορικά με έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 23 Φεβρουαρίου από το Βρετανικό Γραφείο Οδικού Δικτύου και Σιδηροδρόμων, οι σιδηρόδρομοι της Ελλάδας καταγράφουν μακράν τον υψηλότερο κίνδυνο για τους επιβάτες μεταξύ των ετών 2017 και 2021, δηλαδή τα πιο πρόσφατα έτη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Ο πρωθυπουργός
δεν είχε γνώση των στοιχείων, δεν ενημερωνόταν από τους αρμόδιους; Δεν είχε υποχρέωση να επιλυθούν τα προβλήματα που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή των ανθρώπων; Οι μεγάλοι αστέρες της δημοσιογραφίας δεν γνώριζαν για τα προβλήματα; Δημοσιογραφικά ρεπορτάζ υπήρχαν, αν και λίγα, αλλά ποτέ δεν αναπαρήχθησαν.
Παρά την χειραγώγηση του λαού από τα ΜΜΕ και την απόδοση ευθυνών σε άλλους, εκτός από την εξουσία, πλήθος λαού βγήκαν να διαδηλώσουν για την
τραγωδία ζητώντας να βρεθούν οι πραγματικοί ένοχοι. Αν τα εκατομμύρια χρημάτων που μοίραζε η κυβέρνηση στα ΜΜΕ και σε θρησκευτικούς φορείς κατά την διάρκεια της πανδημίας είχαν δοθεί για την σωστή λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, θα
είχαμε το ατύχημα στα Τέμπη; Αν η κυβέρνηση φρόντιζε να δαπανάει τα λεφτά του ελληνικού λαού σε εποικοδομητικά έργα θα είχαμε πολλές από τις φυσικές καταστροφές που έπληξαν και πλήττουν την χώρα μας; Τα προβλήματα υπάρχουν, αλλά οι “μεγάλες” φωνές της τηλεόρασης ούτε λόγο κάνουν γι’ αυτά, καμία πίεση για την λήψη των απαραίτητων μέτρων που θα αλλάξουν την κατάσταση. Οι πολιτικοί ξεζουμίζουν τον Έλληνα με τους φόρους και την
ακρίβεια, και στο τέλος του παίρνουν και την ίδια τη ζωή. Τη στιγμή μάλιστα που οι ίδιοι πλουτίζουν ακατάσχετα και αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές τα σπίτια των “κόκκινων δανείων”. Κάνουν ό,τι θέλουν, όπως το θέλουν, και όλα για το καλό μας. Μία ατέλειωτη προπαγάνδα ότι όλα σε αυτή τη χώρα πάνε καλά. Ένας προπαγανδιστής προσπαθεί να επηρεάσει το κοινό με το να κάνει το μήνυμά του να μεταδοθεί όσο πιο συχνά γίνεται, με σκοπό όχι μόνο να ενισχύσει τις ιδέες του μέσω της επανάληψης, αλλά και να καταπνίξει όλες τις αντίθετες ή και διαφορετικές ιδέες. Αυτό δε μας θυμίζει τα 20 εκατομμύρια ευρώ της “λίστας Πέτσα” στα ΜΜΕ για την επανάληψη της διαφημιστικής καμπάνιας “μένουμε σπίτι”, “μένουμε ασφαλείς” κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης; Ή τα 18,5 εκατομμύρια ευρώ της “λίστας Κικίλια” λίγο αργότερα στα ΜΜΕ για την επανάληψη της εθνικής εκστρατείας εμβολιασμού; Και όλο αυτό το χρήμα είναι δημόσιο. Και η διανομή του έγινε με κομματικά κριτήρια. Την ώρα που ο ελληνικός λαός δυσκολεύεται να επιβιώσει με τις συνεχείς αυξήσεις των τιμών σε τρόφιμα και λογαριασμούς. Αναρωτιέμαι, είναι τόσο άφρων ο μέσος Έλληνας πολίτης, που χρειάστηκε να δοθούν τόσα εκατομμύρια ευρώ στα ΜΜΕ για να πειστεί να προστατέψει την υγεία του; Φροντίζει η κυβέρνηση δηλαδή να προστατέψει την υγεία μας μέσω κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος σε ΜΜΕ, φροντίζοντας όμως πρώτα να στερηθούμε την πρόσβαση στα απαραίτητα αγαθά που την
διασφαλίζουν. Δεν αποτελεί αυτό παράνοια;
Και ενώ η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς στη διαχείριση της πανδημίας, μετρώντας τόσα κρούσματα και τόσους θανάτους όπως φρόντιζε καθημερινά να
μας ανακοινώνει μέσω των ΜΜΕ παρόλα τα μέτρα που πήρε, οι δημοσιογράφοι των συστημικών καναλιών που ευνοήθηκαν από τα λεφτά του κόσμου, δεν άσκησαν κανέναν έλεγχο γι’ αυτή την αποτυχία που στοίχισε τόσες ζωές. Η πολιτική εξουσία (πάντα οι ίδιες οικογένειες που συνεχώς αποτυγχάνουν) μαζί με τους ίδιους τους ιδιοκτήτες των καναλιών (που καμία σχέση δεν έχουν με την δημοσιογραφία) χειραγωγούν τους δημοσιογράφους και οι δύο εξουσίες μαζί τον απλό κόσμο. Χεράκι-χεράκι λοιπόν παίζουν καλά το παιχνίδι τους στη χειραγώγηση του όχλου. Όχλος ή λαός; Τι από τα δύο είμαστε αλήθεια; Τα γεγονότα των τελευταίων ετών που ζούμε θεωρώ ότι μας κατατάσσουν στην πρώτη περίπτωση, όσο και αν ακούγεται σκληρό. Ο όχλος χειραγωγείται εύκολα, ο λαός όμως είναι συνειδητοποιημένος, αντιτάσσεται στην κάθε είδους εξουσία που του αφαιρεί δικαιώματα βασικά, όπως είναι το δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ιθαγένεια, το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, το δικαίωμα στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην τροφή και την κατοικία και το δικαίωμα συμμετοχής στη διακυβέρνηση. Δικαιώματα που καθορίζει η ίδια η Οικουμενική Διακήρυξη για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Αυτά τα δικαιώματα καταπατούν οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι-βαποράκια, οι πρώτοι με τον τρόπο διακυβέρνησης, τους νόμους και τις αποφάσεις που παίρνουν για εμάς χωρίς εμάς για κάθε λογής ζήτημα που προκύπτει, ακόμα και με την απαξιωτική εκφορά λόγου προς τους ίδιους τους πολίτες, που ενδεχομένως τους ψήφισαν κιόλας, για την άσκηση κριτικής προς την πολιτική τους ή τους ίδιους, και οι δεύτεροι με την επικρότηση των αποφάσεων των πολιτικών, ή έστω με την ουδέτερη στάση τους απέναντι σε αυτές.
Δεν θέλω ούτε να καταλογίσω ευθύνες, ούτε να δικαιολογήσω τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από την κάθε εξουσία, που στην πραγματικότητα εκτελούν συμφέροντα άλλων και όχι δικά τους. Γιατί το πραγματικό συμφέρον του κάθε ανθρώπου είναι να συμβιώνει αρμονικά με τον συνάνθρωπό του και όχι να πατάει επάνω του για να σκαρφαλώσει. Αυτοί που χειραγωγούν, που φαίνεται τουλάχιστον ότι χειραγωγούν, στην πραγματικότητα και οι ίδιοι χειραγωγούνται από ένα σύστημα που επιβάλλει στην ανθρωπότητα τον δικό του τρόπο λειτουργίας. Θέλω να τονίσω αυτήν την πίεση που ασκεί το παγκόσμιο σύστημα της ελίτ στις επιμέρους κοινωνίες ανθρώπων. Και φυσικά οι απλοί πολίτες έχουμε πολύ μεγάλη ευθύνη που παίζουμε στο παιχνίδι τους. Έχουμε ξεστρατίσει από την σωστή πορεία που πρέπει να ακολουθούμε στη ζωή μας.
Κλείνοντας, θέλω να σταθώ σε λόγια της Σοφίας Ιορδανίδου σχετικά με την διαπλοκή πολιτικής και δημοσιογραφίας. Η δημοσιογράφος κάνει λόγο ότι στον
αντίποδα της διαπλοκής συνυπάρχει πάντα κάτι θετικό, που δεν είναι άλλο από τις νέες πολιτικές πρωτοβουλίες που προκύπτουν αναπόφευκτα από την πολυφωνία της κοινής γνώμης. Θεωρεί ότι μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να διώξουμε το φόβο που εμφύσησε ο πολιορκημένος θεσμός της δημοκρατίας, και αυτός δεν είναι άλλος από την δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών που θα οδηγήσουν σε μια νέα σχέση του πολίτη με το Κράτος. Ένα Κράτος που θα υπηρετεί και θα εξυπηρετεί τον πολίτη και δεν θα τον υποτιμά και απαξιώνει. Θα σχολιάσω ότι η δημιουργία πολλών νέων πολιτικών σχηματισμών κομματιάζει περισσότερο τους πολίτες και την πολιτική την ίδια. Η ισχύς εν τη ενώσει. Αυτό που χρειάζεται η πατρίδα είναι ΕΝΑΣ νέος, εθνικά ενιαίος, πολιτικός σχηματισμός.
Ιωάννα Άρμεν – Μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του
Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού – Πρώτα η Ελλάδα