Της Δέσποινας Τερτιλίνη, Μέλους του Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού ”ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ”
Ο Πόντος είναι μία απομονωμένη περιοχή περιστοιχισμένη από δύσβατα βουνά. Τα όρια των παραλίων προς τον νότο εκτείνονται προς το εσωτερικό σε βάθος από 80-200 χιλιόμετρα. Ως εκ τούτου υπήρχε δυσκολία με τον έξω κόσμο και με εξαίρεση τα ναυτικά τους κέντρα στον Εύξεινο Πόντο βρίσκονταν σε μία εποχή πολύ πριν την νεωτερικότητα. Κράτησαν ζωντανή την κοινωνική οργάνωση που είχαν από τα χρόνια του Βυζαντίου, μιλώντας την αρχαία ομηρική διάλεκτο και διατηρώντας ήθη, έθιμα και την παράδοσή τους από γενιά σε γενιά, αλλά η κάθε περιοχή και το κάθε χωριό λειτουργούσε ξεχωριστά από τους άλλους ομόθρησκους και όμαιμους κοντοχωριανούς.
Το 1914 στη Σαμψούντα γίνεται εγκατάσταση μουσουλμάνων από τη Θεσσαλονίκη και αρχίζουν καταλήψεις χριστιανικών σπιτιών, τάγματα εργασίας, επιτάξεις, Ο Kviatkovski, αυστριακός πρόξενος στην Τραπεζούντα, γράφει στις 16 Ιουνίου: «Συνθήκες ζωής βιλαέτι Τραπεζούντας. Οι κυβερνώντες Νεότουρκοι στηρίζονται κατά ένα μέρος στους κρατικούς υπαλλήλους, στους χαμάληδες, στους αραμπατζήδες και στους καϊκτζήδες, που τους ανέχονται σιωπηρά για κάποιες καταχρήσεις και τους ευνοούν για την προπαγανδιστική τους δραστηριότητα». Ο πρώην ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου στον Πόντο: «Αρχομένου του έτους 1914 ο ελληνισμός του Πόντου… υφίσταντο απηνείς διωγμούς και ηγωνία… Πλείστοι εδολοφονούντο αναίτια κατά τόπους, άλλοι δημόσια εσφάζοντο και διεμελίζοντο, άλλοι εξετοπίζοντο, γυναίκες και νεανίδες εξεβιάζοντο και αι ωραιότεραι ηρπάζοντο και ενεκλείοντο εις τα αποτρόπαια σκοτεινά χαρέμια, αι οικίαι και τα κτήματα κατελαμβάνοντο… Πληθυσμοί ολοκληροι εξεδιώκοντο… Το Οικουμενικό Πατριαρχείο… αποφάσισε να αποκαλύψει ενώπιον του σύμπαντος κόσμου τον κύριον συντελεστήν της καταστάσεως. Την 8ην Μαΐου 1914 εκήρυξε την εν Τουρκία Ορθόδοξον Εκκλησία εν διωγμώ».
Μέχρι τον Αύγουστο 1914 οι διωγμοί δεν έπαιρναν μεγάλη έκταση επειδή συχνά εμφανίζονταν ρωσικά πολεμικά πλοία κοντά στις ακτές. Αναπτύχθηκαν τα πρώτα αντάρτικα σώματα στη δυτική περιοχή του Πόντου (Αμάσεια – Πάφρα Σαμψούντα), αλλά το κάθε χωριό λειτουργούσε ξεχωριστά, όπως τον 18ο-19ο αιώνα , για να προστατευτούν οι γυναίκες, τα παιδιά, και οι ηλικιωμένοι, δεν διοργανώνονται σε μεγαλύτερες ομάδες.
Όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν τον Πόντο (1915-1916) φθάνοντας μέχρι την Κερασούντα, οι Πόντιοι βίωσαν την αυτονομία τους, γιατί αποχωρώντας ο βαλής (διοικητής) Cemal Azmi παρέδωσε την διοίκηση στον Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο ο οποίος αναδείχθηκε σε σεβαστή ηγετική προσωπικότητα, τιμώμενος από Έλληνες, Ρώσους, Τούρκους. Το 1917 με την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων μεταφέρθηκε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού του ανατολικού Πόντου στη Ρωσία και ταυτόχρονα ανακηρύσσεται η Αυτόνομη ή Ανεξάρτητη Δημοκρατία του Πόντου. Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος στην Σαμψούντα και ο Μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης σκέφτηκαν να δημιουργήσουν κράτος με τις επαρχίες Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Σινώπης, Αμάσειας. Στο συνέδριο ειρήνης (Παρίσι 1919) ο Χρύσανθος ζητεί ανεξάρτητο Ποντιακό κράτος υπό την αιγίδα των Αμερικανών αλλά δεν το οργανώνουν.
Ο Βενιζέλος αρνήθηκε την διεκδίκηση του Πόντου γιατί από τα Στενά μέχρι την Σαμψούντα είναι 2.000 χιλιόμετρα και από την Σαμψούντα μέχρι την Τραπεζούντα είναι άλλα 1.800 χιλιόμετρα. Ως εκ τούτου θα ήταν ακατόρθωτη η αποστολή στρατευμάτων, πολύ μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού, και η διασπορά των στρατιωτικών δυνάμεων θα απέβαινε εις βάρος μας, ενώ ο Kemal θα είχε το πλεονέκτημα να μετακινεί τις δυνάμεις του πότε στον βορά και πότε στην δύση. Εξάλλου απέβλεπε στο να σταθεροποιήσει την επέκταση προς την Κωνσταντινούπολη και να βάλει πόδι στην Σμύρνη για την οποία είχε συναντήσει σφοδρές αντιδράσεις.
Αλλά και οι τουρκοσοβιετικές συμφωνίες δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον που, ακριβώς επειδή δεν μπόρεσαν να το προβλέψουν, προκάλεσε πολλές ανησυχίες, κυρίως στην Βρετανία αλλά και στους υπόλοιπους συμμάχους που ήθελαν τις πετρελαιοφόρες περιοχές, και ο Βενιζέλος δεν ήθελε να φανεί αλαζόνας και δίχως καμία επαφή με την πραγματικότητα. Στο υποβληθέν υπόμνημά του πρότεινε την ενσωμάτωση του βιλαετίου της Τραπεζούντας στην υπό ίδρυση Μεγάλη Αρμενία από τον Καύκασο μέχρι την Κιλικία και την διοργάνωση συζητήσεων για να δημιουργηθούν μεγαλύτερα αντάρτικα σώματα από το επίπεδο του χωριού ώστε να είναι περισσότερο ευέλικτα. Ο Χρύσανθος ζήτησε την δημιουργία ενός επιπλέον συντάγματος 2.000 στρατιωτών. Ο Βενιζέλος ανέθεσε στον συνταγματάρχη Καθενιώτη την συγκρότηση ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από Ελληνοπόντιους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και να μεταβεί στην Τραπεζούντα προκειμένου να εξετάσει τις δυνατότητες οργάνωσης συντονισμένου αντάρτικου σώματος. Εδώ ο Χρύσανθος μαρτυρεί για τον Καθενιώτη: «Δια τούτο όταν είπον αυτόν να έλθη εις Πόντον δια να μελετήσει το έδαφος και την κατάστασιν απήντησε ότι δεν έχει σκοπόν να πάθη ότι έπαθε και ο αξιωματικός του Μακεδονικού Αγώνος Τέλος Άγρας τον οποίον εκρεούργησε το βουλγαρικόν κομιτάτον».
Από τις αρχές του 1919 άρχισε μεγάλη αναταραχή, αποβιβάστηκαν Βρετανοί στην Σαμψούντα για την ειρήνευση της περιοχής, και έτσι γύρισαν μερικοί πρόσφυγες από την Ρωσία. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης που είχε τελείως δική του ατζέντα διότι μετέφερε τα διδάγματα της Μακεδονίας στον Πόντο, ζητούσε ρωσικά στρατεύματα και την επάνοδο όχι μόνον όλων αυτών που έφυγαν για την Ρωσία το 1917, αλλά και αυτών που έφυγαν νωρίτερα από το 1914 έτσι ώστε να υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος χριστιανών (υπολογίζεται ότι έφυγαν γύρω στις 500.000). Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Kemal άρχισε την δράση του από την Σαμψούντα με τον σχηματισμό των πρώτων αντάρτικων σωμάτων. Υπήρχε μεγάλη αναταραχή από τους αυτόχθονες μουσουλμάνους που θεωρούσαν ότι η πατρίδα τους κινδύνευε ιδιαίτερα σε αυτή την περιοχή. Οι μετρήσεις των Βρετανών που αρνήθηκαν να συναινέσουν στην δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους, βρίσκουν τους μουσουλμάνους περίπου 730.000 ενώ τους χριστιανούς λιγότερο από 500.000.
Από αντίδραση για την αποβίβαση του Κemal στη Σαμψούντα οι Πόντιοι διοργάνωσαν δύο συνέδρια ελληνικών κοινοτήτων: στο Αικατερίνονταρ (στον Kαύκασο, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση μετονομάστηκε σε Κράσνονταρ: Κράσνι: όμορφο ή κόκκινο, νταρ: δώρο) στις 10-18 Ιουνίου 1919, και στο Βατούμ Ιούλιος- Αύγουστος 1919, όπου εκεί συγκρότησαν ένα πρόχειρο κοινοβούλιο «Εθνοσυνέλευση και Συμβούλιο Ελλήνων Ποντίων» το οποίο δεν δέσμευε όσους έκαναν προτάσεις. Σχηματίστηκαν διαφορετικές τάσεις:
- Ένωση Πόντου με Ελλάδα.
- Ο Πόντος να αποτελέσει ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.
- Συμπόρευση με τους μουσουλμάνους ώστε να μην περιληφθούν όλοι τους στο αρμενικό κράτος.
- Να δοθεί εντολή στην Ελλάδα.
- Κοινή ομοσπονδιακή με την Αρμενία.
Το τελευταίο το επιθυμούσαν ιδιαίτερα οι Τραπεζούντιοι. Ο Χρύσανθος ήταν ο καλύτερος πολιτικάντης με τα θρησκευτικά του κωλύματα. Επειδή οι Αρμένιοι είναι μονοφυσίτες απέκλεισε την περίπτωση του ποντοαρμενικού κράτους και προτίμησε τους μουσουλμάνους, φοβόταν ότι οι Αρμένιοι που θα είχαν την πλειοψηφία θα είχαν και το πάνω χέρι. Από κει και πέρα και οι Κεμαλικοί ανησυχούσαν μήπως το μόρφωμα αυτό πάρει την έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων και γίνει ανεξάρτητο κράτος, και οι Πόντιοι μήπως μακελευτούν από τους μουσουλμάνους. Έγιναν πολλά έκτροπα και αναβίωσε το τοπικό αντάρτικο.
Στα τέλη 1919 οι Βρετανοί αποχώρησαν από τον Πόντο ενώ οι Γάλλοι τάχθηκαν κατά της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να μην πέσει στα χέρια του Kemal. Ο εξοπλισμός των Ποντίων από Βρετανία, Γαλλία, Ελλάδα έφερε και τον σχεδιασμό από τον Βενιζέλο ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, αλλά μόλις πέρασε η εξουσία στα χέρια των βασιλικών (1η Νοεμβρίου 1920) το σύνταγμα που θα αποστελλόταν στους Ποντίους, πήρε εντολή να ενταχθεί στις άλλες μονάδες στρατού. Εξάλλου από τα τέλη 1919, μήνες πριν το τελικό σχέδιο και την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (Ιούλιο 1920) η φιλοβασιλική αντιπολίτευση κατηγορούσε τον Βενιζέλο ότι δεν είχε προσαρτήσει ακόμη την Κωνσταντινούπολη και τον Πόντο! Κάτι παραπάνω από παραλογισμό, αυτός ο λαϊκισμός του χείριστου είδους προκειμένου να πάρουν την εξουσία… Ο Χρύσανθος δεχόταν μόνον μία ομοσπονδία δύο ανεξάρτητων ίσων κρατών. Σχηματίστηκε χαοτική κατάσταση εξαιτίας και της απροθυμίας για αποδοχή προσφύγων, λόγω της πρέπουσας προστασίας που θα είχαν οι πρόσφυγες, και εξαιτίας της απροθυμίας για ένταξη στο περιφερειακό αντάρτικο εκτός από το αντάρτικο του χωριού τους, παρόλο που όλοι αναγνώριζαν την αναγκαιότητά του. Όσο περνούσαν οι μήνες στο Εθνικό Συμβούλιο Πόντου όλοι διαφοροποιούνταν ολοένα και περισσότερο, αλλά και στις διασκέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων κάθε φορά γινόταν ολοένα και λιγότερο λόγος για το ζήτημα αυτό.
Με την Συνθήκη των Σεβρών (Ιούλιος 1920) σχεδιάστηκε η Μεγάλη Αρμενία που θα περιλάμβανε και την Τραπεζούντα, αλλά οι Αρμένιοι, επειδή ήξεραν πως ήταν πολύ αδύναμοι σε σχέση με τους Τούρκους, παραιτήθηκαν από τα δικαιώματά τους, ζητώντας μόνον μία διέξοδο στη θάλασσα (Ριζούντα) και παρόλο που οι Αρμένιοι συναίνεσαν για να τους κυβερνήσουν, οι Πόντιοι συνέχισαν τον αγώνα για πλήρη ανεξαρτησία. Ο Βενιζέλος, προβλέποντας τον καταποντισμό των Αρμενίων, είχε σχεδιάσει την απόβαση του ελληνικού στρατού για την δημιουργία ελληνικού ποντιακού κράτους και είχε ζητήσει από τους Βρετανούς να αναλάβουν την οικονομική ενίσχυση του κράτους αυτού. Αλλά η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 έδωσε την αφορμή για διαφοροποίηση και της βρετανικής πολιτικής καθώς οι Καλογερόπουλος – Γούναρης δεν έθιξαν το ζήτημα αυτό. Συνεχίστηκαν οι δράσεις των άτακτων Τσετών αλλά και οι αντιδράσεις των αντάρτικων σωμάτων που είχαν πολλές και μεγάλες νίκες.
Στην Β’ φάση διωγμών οι Τούρκοι υπήρξαν ιδιαίτερα άγριοι για τρεις λόγους: Ο πρώτος αφορούσε την εγγύτητα του ρωσοτουρκικού στρατιωτικού μετώπου σε συνδυασμό με την συμπάθεια των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής προς τους Ρώσους. Ο δεύτερος γιατί εκεί δρούσε ο διαβόητος Topal Osman (topal:κουτσός). Ο τρίτος στο γεγονός πως πολλοί νέοι Έλληνες φυγόστρατοι από τα ameletaburlar, προέβαλαν πολλές φορές αντίσταση είτε για να αντιμετωπίσουν τα βάρβαρα στίφη του Τopal Osman, είτε για να προστατέψουν την τιμή και την αξιοπρέπειά τους. Ο Franz von Klinen voss, Γερμανός λοχαγός έγραψε ότι ο πρόεδρος του Κομιτάτου στην Τραπεζούντα του είχε πει: «Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι έως τώρα διοικούσαν ουσιαστικά και μας απομυζούσαν το αίμα. Είναι φίλοι των Ρώσων και των Άγγλων. Άρα εχθροί των Γερμανών. Πρέπει να λείψει το εμπόδιο που ζημιώνει τον κοινό αγώνα…».
Τις προσπάθειες εκρίζωσης των χριστιανικών στοιχείων κατηύθυνε από τα παρασκήνια ο Ενβέρ πασάς. Το χειμώνα του 1915 αποφασίστηκε η μεταφορά ελληνικών οικογενειών της Τραπεζούντας στο εσωτερικό. «Μόλις ετοιμάστηκαν οι ενδιαφερόμενοι οδηγήθηκαν στα τούρκικα λουτρά και υποχρεώθηκαν να παραμείνουν ώρες ολόκληρες μέσα στα θερμότατα διαμερίσματα των λουτρών. Τα ρούχα τους τα παρέλαβαν οι στρατιώτες και τα μετέφεραν στους κλιβάνους προς απολύμανση, επειδή ήταν ευρύτατα διαδεδομένος ο εξανθηματικός τύφος. Το βράδυ ολόγυμνοι οι δυστυχισμένοι αυτοί άνθρωποι οδηγήθηκαν στην ύπαιθρο. Η θερμοκρασία ήταν δώδεκα υπό το μηδέν. Με φωνές αγωνίας και απελπισίας ζητούσαν να τους επιστραφούν τα ρούχα τους για να καλύψουν τα γυμνά σώματά τους. Οι φρουροί στρατιώτες τους έλεγαν να κάνουν υπομονή ως το πρωί. Δεν ξέρω πόσοι βρέθηκαν ζωντανοί το πρωί της επόμενης…»
Ο Μητροπολίτης Αμάσειας περιγράφει μία σκηνή στην πλατεία Ωρολογίου της Σαμψούντας: Ο Refet πασάς με την επίβλεψη και του αρχηγού των Ειδικών Οργανώσεων της Ανατολίας, το δόκτορα Bahaettin, καταδίκασε σε θάνατο δια απαγχονισμού 45 Έλληνες φυγόστρατους. «Η γυναίκα του Bahaettin, σωστή μαινόμενη Ηρωδιάδα, μαζί με άλλες Τουρκάλες ήρθαν στον τόπο της εκτέλεσης για να απολαύσουν το θέαμα. Κι επειδή οι χωροφύλακες είχαν κιόλας κατεβάσει μερικά σώματα (από τις αγχόνες), ο Refet διέταξε να ξανακρεμάσουν τους νεκρούς».
Ο πρωθυπουργός Γούναρης στις 25 Μαΐου 1921 έστειλε το θωρηκτό Αβέρωφ και το αντιτορπιλικό Λέων για να βομβαρδίσουν το «Inebolou» και σε αντίποινα οι Τούρκοι τον Ιούνιο 1921 εκτόπισαν όλο τον ελληνικό πληθυσμό της Σαμψούντας. Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν σε όλες τις πόλεις από βρετανικά, αμερικανικά και ελληνικά πλοία. Τον Ιούλιο 1921 επιτροπή Ποντίων ζήτησε από τον Γούναρη που ήταν στην Σμύρνη να επιτρέψει την απόβαση στα παράλια του Αιγαίου για να γίνει προγεφύρωμα αλλά απορρίφθηκε.
Τον Αύγουστο 1921 έγινε μεγάλο συνέδριο των Ποντίων στην Κωνσταντινούπολη, για να καταγγελθούν οι σφαγές, αλλά οι διχόνοιες μεταξύ των συνέδρων ήταν τόσο μεγάλες που ουσιαστικά δημιουργήθηκαν 3 – 4 ομάδες, που καμία δεν αναγνώριζε την νομιμότητα των άλλων. Τότε ο Kemal σκέφτηκε ότι, αν εξόντωνε όλους τους επιφανείς άνδρες του Πόντου, οι αντάρτικες ομάδες θα στερούνταν την ηθική συμπαράσταση και καθοδήγησή τους. Έστησε λοιπόν τα ”δικαστήρια της ανεξαρτησίας” στην Αμάσεια τον Αύγουστο 1921, όπου με δικαστή τον Εmin Bey σε δίκη παρωδία 177 άνθρωποι, όλη η πνευματική, κοινοτική και εμπορική ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού οδηγήθηκε στην κρεμάλα ενώ πολλοί άλλοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις. Τα δικαστήρια συνεχίστηκαν και σε πολλές άλλες πόλεις με αποτέλεσμα να υπάρξει διεθνές κύμα διαμαρτυρίας: «Οι Ύπατοι Αρμοστές των συμμαχικών δυνάμεων λυπούνται που διαπιστώνουν ότι… ο χριστιανικός πληθυσμός είναι τώρα εκτεθειμένος σε ανοσιουργήματα. Εκφράζουμε την ελπίδα ότι οι υπεύθυνοι της Άγκυρας, για λογαριασμό τους, θα κάνουν το καθήκον τους, διατάσσοντας μια άμεση και αυστηρή έρευνα (σημ. γράφοντος: για να διαπιστωθούν επαναλαμβανόμενες προφάσεις εξοριών) θα ήταν ευγνώμονες στην εξοχότητα του Yusuf Kemal μπέη, αν τους κοινοποιούσε, το δυνατόν συντομότερον το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας». Τον αποκαλεί «εξοχότητα» αντί για το λιγότερο αρχιεγκληματία, αυτόν που οι Βρετανοί τον είχαν ρίξει στις φυλακές της Μάλτας αλλά τον άφησαν ελεύθερο να πάει στον Kemal.
Από τις αρχές 1922 επικρατούσε εκατέρωθεν αύξηση βίας και σφαγών. Ένας Ουκρανός διπλωματικός απεσταλμένος έγραψε ότι καθώς πήγαινε από την Άγκυρα προς τα παράλια αντίκρυζε συνέχεια πτώματα. Όταν οι Κεμαλικοί ζήτησαν ανακωχή την δέχτηκαν οι Πόντιοι αλλά αργότερα την παραβίασαν οι ίδιοι οι Κεμαλικοί. Και όταν έφτασε η στιγμή να κατηγορήσει ο Lloyd George (πρωθυπουργός Ηνωμένου Βασιλείου) τους Κεμαλικούς για την απόλυτη βία, είχε φτάσει ταυτόχρονα και η στιγμή της αποχώρησης του ελληνικού στρατού. Ο Κemal είχε σχεδιάσει τον γενικό εκτοπισμό και την εξόντωση όσων Ποντίων απέμειναν, αλλά επειδή είχαν ξεκινήσει οι συνομιλίες για την επίλυση του προβλήματος των προσφύγων από τον Οκτώβριο 1922 με διπλωματική πρωτοβουλία του Βενιζέλου, θέλοντας να γλιτώσει όσο γινόταν περισσότερους συμπατριώτες του, ο ίδιος επιδίωξε και πέτυχε την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της σύμβασης για την ανταλλαγή των πληθυσμών (Ιανουάριος 1923) πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (24 Ιουνίου 1923).
Το Μάρτιο του 1923 ο Τραπεζούντιος βουλευτής Soukri Bey τόλμησε να ορθώσει φωνή συνείδησης στην Εθνοσυνέλευση: «Εσυστήσαμεν εν Αμασεία τα Ανεξάρτητα δικαστήρια και ενισχύσαμεν τους κατά τόπους αγάδες, βέηδες, φυλάρχους και πολιτικούς αρχηγούς, ίνα σφεταριζόμενοι τα κτήματα και τις περιουσίες των Ρωμιών, συκοφαντήσωσι και αποστέλλουσι εις αυτά αδίκως αθώους πολίτας, και δια ψύλλου πήδημα πέμπομεν στην αγχόνη… Εδώσαμεν πίστιν εις τα φιληναφήματα και συκοφαντίας των μετά τον πόλεμο ελθόντων εις την χώρα μας προσφύγων ομογενών, ως δήθεν δεινοπαθησάντων υπό των Ελλήνων και εποιήσαμεν αντίποινα. Πού είναι οι εν καιρώ πολέμου τροφοδοτούντες τον Στρατόν και τας ανάγκας αυτού, Έλληνες έμποροι; Πού τα Εργατικά Τάγματα, τα ανοίγοντα δημοσίας λεωφόρους και συντηρούντα την συγκονωνίαν του Κράτους; Δημιουργήσαμε το Τεκελίφι Χαρπιέ (πολεμική εισφορά) και απομυζήσαμε το αίμα αυτών… τον πόλεμον διεξαγάγαμεν με τα υλικά μέσα των χριστιανών, ους χαρακτηρίζω ως μελίσσας παραγούσας το γλυκό μέλι». Με διαταγή του Kemal ο εγκληματίας Topal Osman κάλεσε τον Soukri στο σπίτι του δήθεν για συζήτηση ποντιακών θεμάτων και τον έπνιξε.
Ένας Γάλλος διπλωμάτης ο Alphonse Royer (1856) σε επιστολή του προς τον Ναπολέοντα έγραψε: «Για τους Τούρκους δεν θα ήταν ποτέ υπερβολικό να το επαναλάβουμε: “Υπάρχει μια άβυσσος μεταξύ των γραπτών πραγμάτων και αυτών που εκτελούνται. Οι Τούρκοι δεν υπακούουν στις ιδέες παρά μόνον όταν τις βλέπουν να υποστηρίζονται με την δύναμη των…” Ουδεμία πιο μεγάλη αλήθεια: Εστιάζουν με ακρίβεια στον στόχο τους περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να κτυπήσουν». Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που περιγράφει ο Γάλλος πρόξενος Κωνσταντινούπολης: της απόπειρας κατάλυσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου ακριβώς την στιγμή που γινόταν η τελετή αναχώρησης των συμμαχικών στρατευμάτων. Φυσικά στα σχέδια τους είχαν εντάξει από καιρό την ίδρυση Τουρκο-ορθόδοξου Πατριαρχείου για να διασπάσουν ακόμα περισσότερο τους Ορθόδοξους της Ανατολής. Ελευθέρωσαν από την φυλακή έναν κατάδικο του κοινού ποινικού δικαίου που όμως οι χριστιανοί της περιοχής του δημόσιου δρόμου Αγκύρας – Καισαρείας τον διόρισαν ιερέα επειδή ήξερε να διαβάζει ελληνικά και αφού τον επιφόρτισαν με την περιοδεία της προπαγάνδας—εκφοβισμού υπέρ των Νεότουρκων τον διέταξαν στις 2 Οκτωβρίου να διαλύσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο παπα-Ευθύμιος με την συνοδεία δύο δημοσίων υπαλλήλων και οπλισμένων Λαζών με revolver κατέλαβαν τις εισόδους του Φαναρίου υπό τα βλέμματα της αστυνομίας. Άρπαξε ο ίδιος από τον λαιμό τους Μητροπολίτες Ρόδου, Κορυτσάς, Δυρραχίου, Φιλιππούπολης διατάσσοντας τους να εγκαταλείψουν την αίθουσα υπό το πρόσχημα ότι δεν είχαν το δικαίωμα να παρακάθονται στην Ιερά Σύνοδο, έδιωξε τους Μητροπολίτες Βάρνας, Βελιγραδίου επειδή οι έδρες τους δεν βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος. Ανακοίνωσε την έκπτωση του Πατριάρχη Μελέτιου, διόρισε τοποτηρητή τον Μητροπολίτη Ροδόπολης υπoχρεώνοντάς τον να καλέσει σε γεύμα τον ίδιο και τους Λαζούς του. Το αποτέλεσμα ήταν να εξαφανιστούν όλα τα αργυρά σκεύη του Πατριαρχείου και οι καθηγητές της Μεγάλης του Γένους Σχολής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντα τους διότι «δεν ενέσπειραν τα τούρκικα αισθήματα στους μαθητές τους». Όσοι δεν αναγνώριζαν την θρησκευτική του εξουσία εξοντώνονταν.
Αντιλαμβανόμενοι ότι τα γεγονότα τους έρχονταν όπως ήθελαν αναφορικά με την σχεδίαση της Σύμβασης της ανταλλαγής πληθυσμών, με όχημα τον παπα-Ευθύμιο, πίεσαν την Σύνοδο να εκλέξει ως νέο πατριάρχη τον Μητροπολίτη Μάτσκας Κύριλλο που ήταν κεμαλικός αλλά τα μέλη της Ιεράς Συνόδου εξέλεξαν τον Μητροπολίτη Δέρκων (Θεραπιά) που τον απέλασαν στις 30 Ιανουαρίου 1925. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εντάθηκαν μέχρι απειλής πολέμου, έγινε προσφυγή στην Κ.Τ.Ε. και στο τέλος φτώχεια, προσφυγικό, πολιτικά πάθη και φόβος από Ιταλούς λόγω Μουσολίνι ανάγκασαν την κυβέρνηση να δεχτεί να πείσει τον καταφυγόντα στη Θεσσαλονίκη Πατριάρχη να παραιτηθεί. Ο Κemal, μόλις κατάλαβε ότι η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια ελιγμών, απαγόρευσε την αξιοποίηση πατριαρχικής περιουσίας και την εξάσκηση ορισμένων επαγγελμάτων, επιβάλλοντας ειδικό φόρο στους Έλληνες της Ίμβρου, Τένεδου, Κωνσταντινούπολης. Ο Βενιζέλος στη προσπάθειά του να τον κατευνάσει πρότεινε βραβείο ειρήνης στον Kemal και έκανε απαράδεκτο συμψηφισμό περιουσιών των προσφύγων.
Ο πρόξενος των Η.Π.Α. George Horton, ζώντας τα γεγονότα, γράφει στο βιβλίο του «Η μάστιγα της Ασίας 1922 Μικρασιατική καταστροφή»: «Oι Τούρκοι δεν θα πρέπει να κερδίσουν την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό του πολιτισμένου κόσμου μέχρι να μετανοήσουν ειλικρινά για τα εγκλήματα τους και να προβούν σε κάθε είδους επανόρθωση στα μέτρα του δυνατού». Αυτό φαίνεται ότι βρήκε απήχηση στην σκέψη όλου του πολιτισμένου κόσμου και το έκαναν πράξη με τα ακόλουθα ψηφίσματα:
9 Δεκεμβρίου 1948 – Ψήφισμα 260: Σύμβαση για πρόληψη και τιμωρία του εγκλήματος της γενοκτονίας.
Άρθρο 2:
Γενοκτονία συνιστά η θανάτωση μελών της ομάδας, πρόκληση σοβαρής σωματικής ή ψυχικής βλάβης μελών της ομάδας, σκόπιμη επιβολή επί της ομάδας συνθηκών ζωής ικανών να επιφέρουν την φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει, επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην αποτροπή γεννήσεων, μεταφορά με την βία παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα.
Άρθρο 3:
Οι παρακάτω αξιόποινες πράξεις θα τιμωρούνται: Γενοκτονία, συνωμοσία προς τέλεση γενοκτονίας, άμεση ή έμμεση υποκίνηση διάπραξης γενοκτονίας, απόπειρα διάπραξης γενοκτονίας, συμμετοχή σε γενοκτονία.
Άρθρο 15 παρ 2:
Τίποτα δεν εμποδίζει την δίκη και την τιμωρία οποιουδήποτε προσώπου για οποιανδήποτε πράξη ή παράλειψη που στον χρόνο διάπραξης ήταν εγκληματικές. Στηρίχθηκε στην ευρύτερη αρχή του απαράγραπτου των εγκλημάτων που υιοθετήθηκε από Ο.Η.Ε. στις 26/11/1968: «Κανένας περιορισμός δεν θα ισχύσει για τα εγκλήματα αυτά… ανεξάρτητα από την ημερομηνία διάπραξης τους».
Άρα τυχόν επίκληση της Τουρκίας στη μη αναδρομικότητα δεν ευσταθεί. Η Τουρκία αποδέχθηκε την Σύμβαση στις 31 Ιουλίου 1950.
Η νομική θεμελίωση των αξιόποινων πράξεων γίνεται με την ανίχνευση της πρόθεσης. Ενδεικτικά ο Τalaatpasa (Υπουργός Εσωτερικών) προς Morgenthau (πρέσβης των Η.Π.Α. στην Κωνσταντινούπολη το 1914): «To Οθωμανικό κράτος μίκραινε τόσο ώστε κοντεύει να εξαφανιστεί. Για να διατηρήσουμε όσα εδάφη απέμειναν πρέπει να απαλλαγούμε από τους ξένους λαούς. Η Τουρκία στους Τούρκους». Μία από τις διαταγές του ήταν: «Είναι επείγον για πολιτικούς λόγους οι Έλληνες κάτοικοι των ακτών της Μ. Ασίας να αναγκαστούν να εκκενώσουν τα χωριά τους για να εγκατασταθούν στα βιλαέτια Εrzurum (συνορεύει με Γεωργία) και Χαλδίας (συνορεύει με ανατολικό Πόντο). Αν αρνηθούν να εγκατασταθούν στα καθορισθέντα μέρη να δώσετε προφορικές οδηγίες στους αδελφούς μουσουλμάνους ώστε να αναγκάσουν τους Έλληνες με κάθε είδους πράξεις να εκπατρισθούν με την θέληση τους. Μην ξεχάσετε να πάρετε από τους μετανάστες πιστοποιητικά ότι εγκαταλείπουν τις εστίες τους με δική τους πρωτοβουλία». Σύμφωνα με αναφορά του Γάλλου συνταγματάρχη Muzen που ήταν παρών στις 13 Αυγούστου 1923, αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης ο Kemal στην εθνοσυνέλευση ντυμένος με την γκρι στολή των Γκρίζων Λύκων εκφωνώντας τον πανηγυρικό αναφώνησε «Επιτέλους ξεριζώσαμε τους Έλληνες από τον Πόντο».
Μέχρι σήμερα η Τουρκία όχι μόνον αρνείται να αναγνωρίσει τη γενοκτονία αλλά με απύθμενο θράσος ξιφουλκεί εναντίον μας υποστηρίζοντας ότι «Οι Έλληνες διέπραξαν γενοκτονίες κατά εκατοντάδων χιλιάδων στην Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου». Επικαλείται τον ιστορικό της Ali Guler που διατυμπανίζει ότι «Δεν υπάρχει αρχειακό έγγραφο που να δείχνει ότι σφαγιάστηκαν 350.000 Ορθόδοξοι Έλληνες στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας». Το άρθρο καταλήγει με την διαπίστωση ότι «H Ελλάδα προσπαθεί να δημιουργήσει κρίση ταυτότητας στον τουρκικό λαό».
2006: Αναγνώριση γενοκτονίας από το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Στις 7 Ιουνίου 2006 στο κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου ο βουλευτής του Εργατικού κόμματος Stephen Pound δηλώνει: «Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και μόνον αν δεχτούμε ότι συνέβησαν αυτές οι πράξεις εθνικών εκκαθαρίσεων και γενοκτονιών, θα μπορούμε να εμποδίσουμε τέτοιες μελλοντικές πρακτικές. Το οφείλουμε αυτό όχι μόνον στους Αρμένιους, Ασσύριους και Έλληνες φίλους μας, αλλά πρωτίστως στους εαυτούς μας… Να αναφερθώ στην πυρπόληση της Σμύρνης; Πρόκειται για βαθιά ουλή της ιστορίας του κόσμου και του λαού μας. Το ξέρουμε καλά αυτό. Ζητώ την αναγνώριση της γενοκτονίας που συνέβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία».
15 Δεκεμβρίου 2007:
Αναγνώριση γενοκτονίας από την I.A.G.S. International Association of Genocide Scholars Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Δέσποινα Τερτιλίνη – Μέλος του
Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού ”ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ”
Πηγές:
Βρετανικά αρχεία [NARC-59/167. 68/57] [TNA/FO 371/5135/106/12594/106/44].
https://www.iellada.gr/kosmos/deite-tis-hores-poy-ehoyn-anagnorisei-tin-genoktonia-ton-pontion
Άντληση στοιχείων έγινε και από τέσσερεις τρίωρες διαλέξεις του καθηγητή στο ΠΑ.ΜΑΚ. Βλασίδη στα πλαίσια του ΤHESSALONIKI WALKING TOURS
Χάρης Τσιρκινίδης: Συνοπτική ιστορία της γενοκτονίας των Ελλήνων της ανατολής. Ντοκουμέντα ξένων διπλωματικών αρχείων. Β έκδοση