Ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ανακοίνωσε χθες την παροχή ύψους 250 ευρώ σε χαμηλοσυνταξιούχους και ΑμεΑ, καθώς και την επιστροφή ενός ενοικίου στους ενοικιαστές, με ύφος που θύμιζε περισσότερο ανάγνωση ρόλου παρά ειλικρινή πολιτική τοποθέτηση. Τα συγκεκριμένα μέτρα φανερώνουν μια διαχείριση που αδυνατεί να ανταποκριθεί ουσιαστικά στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Σε μια περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός συνεχίζει να διαβρώνει το εισόδημα των πολιτών, η ακρίβεια παραμένει ανεξέλεγκτη και οι τιμές βασικών αγαθών καταγράφουν αλλεπάλληλα ρεκόρ, η κυβέρνηση επιλέγει να προχωρήσει σε αποσπασματικά μέτρα, τα οποία είναι ανεπαρκή. Η καθημερινότητα του μέσου νοικοκυριού επιβαρύνεται διαρκώς, με τη μισθοδοσία και τη σύνταξη να εξανεμίζονται πριν καν ολοκληρωθεί ο μήνας.
Η επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης, όχι μόνο επαναλαμβάνει, αλλά ξεπερνά εκείνη την κομμουνιστικής έμπνευσης λογική που ασκήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα μέτρα ανακοινώνονται σε μια συγκυρία που κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να χαρακτηριστεί: Eν μέσω συνεχόμενων δημοσκοπήσεων που καταγράφουν τη ραγδαία υποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας και την έντονη φθορά του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το υποτιθέμενο «δημοσιονομικό πλεόνασμα» των 11,4 δισ. ευρώ, το οποίο προβλήθηκε ως προϊόν φορολογικής συμμόρφωσης, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας πολιτικής υπερφορολόγησης, που επιβάλλεται με τρόπο αδιάκριτο και οριζόντιο. Κάθε μορφή συναλλαγής, κάθε πηγή εισοδήματος, κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, επιβαρύνεται με ένα πλήθος άμεσων και έμμεσων φόρων που στραγγαλίζουν οικονομικά τους πολίτες και την παραγωγική βάση της χώρας. Η επίκληση της πάταξης της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να συγκαλύψει το γεγονός ότι η πραγματική αιτία της αύξησης των κρατικών εσόδων είναι η αφαίμαξη των αδυνάμων.
Επιπλέον, η αγορά λειτουργεί με όρους στρεβλού ανταγωνισμού. Τα φαινόμενα ολιγοπωλιακών πρακτικών και καρτελοποίησης, η αδύναμη ή επιλεκτική κρατική εποπτεία, έχουν διαμορφώσει ένα τοπίο που ενισχύει τους ισχυρούς και αποδυναμώνει τους πολλούς. Υπό αυτές τις συνθήκες, το κόστος ζωής αυξάνεται δυσανάλογα σε σχέση με τα εισοδήματα και η κοινωνική συνοχή απειλείται σοβαρά.
Οι συγκεκριμένες εξαγγελίες δε συνιστούν κοινωνική πολιτική με όραμα ή στρατηγική. Αντιθέτως, είναι το σύμπτωμα μιας εξουσίας που τρέμει την κάλπη και επιχειρεί, έστω και καθυστερημένα, να συγκρατήσει το πολιτικό της έρεισμα με μέσα που προσβάλλουν τη νοημοσύνη της κοινωνίας. Το έλλειμμα εμπιστοσύνης και η αποτυχία στρατηγικού σχεδιασμού δεν καλύπτονται από καμία ανακοίνωση. Μια Πολιτεία που αντιμετωπίζει την κοινωνική δυσχέρεια με επιδοματική προσέγγιση, χωρίς να επιλύει τις αιτίες που τη γεννούν, υπονομεύει τον ίδιο της τον ρόλο.
Η ελληνική κοινωνία δε ζητά ελεημοσύνη, ζητά αξιοπρέπεια. Δεν έχει ανάγκη από πρόσκαιρες παροχές, αλλά από σταθερότητα, προοπτική και ελπίδα. Οι άνθρωποι που ξυπνούν κάθε πρωί για να δουλέψουν, να μεγαλώσουν παιδιά, να φροντίσουν οικογένειες και να χτίσουν ένα καλύτερο αύριο, αξίζουν κάτι περισσότερο από αριθμούς και εξαγγελίες. Αξίζουν μια Πολιτεία που θα τους κοιτάζει στα μάτια με σεβασμό, που θα ακούει τις ανάγκες τους και θα δίνει λύσεις, όχι υπεκφυγές.
Γιατί στο τέλος της ημέρας, η πολιτική δεν είναι επικοινωνία. Είναι ζωή. Είναι καθημερινότητα. Είναι η αγωνία του γονιού, η μοναξιά του ηλικιωμένου, η απογοήτευση του νέου που φεύγει. Κι αν μια κυβέρνηση δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις σε αυτά, τότε δεν κυβερνά· απλώς διαχειρίζεται τη φθορά της.
Η Ελλάδα αξίζει καλύτερα. Κι αυτό δεν είναι σύνθημα, είναι απαίτηση.
Εκ της Πολιτικής Γραμματείας του
Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ
Κωστής Μπακογιάννης – Εθνικός Συντονιστής
Μαρίνα Μικελάτου – Ειδική Γραμματέας Α’ Οργανωτικών και εσωτερικών θεμάτων
Αλέξανδρος Αγραφιώτης
Έλενα Αρβανιτίδου
Ιωάννα Άρμεν
Κωνσταντίνος Γκέκας
Δημήτρης Ηλιόπουλος
Σωτήρης Μάκιος
Χρήστος Πάνος
Πηγή: