Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου
Η διαπίστωση ότι αυτή τη στιγμή έχουμε το παράδοξο να υπάρχει ένα μεγάλο ρήγμα στην κοινωνία, που εξηγεί την πραγματική κρίση νομιμοποίησης της κυβέρνησης, και ταυτόχρονα βλέπουμε αυτές οι δυναμικές να μην έχουν πραγματική πολιτική εκπροσώπηση έχει γίνει πολλές φορές.
Όμως, αυτό που δεν έχει συζητηθεί επί της ουσίας είναι γιατί συμβαίνει αυτό.
Προφανώς δεν θέλω να αμφισβητήσω διάφορες ερμηνείες που έχουν δοθεί και πατάνε πάνω σε κρίσιμες πλευρές της πραγματικότητας, όπως είναι η μεγάλη δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι σε όλα τα κόμματα που άσκησαν κυβερνητική εξουσία τα τελευταία χρόνια ή ο μεγάλος κατακερματισμός της αντιπολίτευσης και η σχετική απροθυμία συνεννόησης του δημοκρατικού τμήματός της.
Όμως, θεωρώ ότι δεν επαρκούν για να εξηγήσουν το βάθος του προβλήματος.
Γιατί πιστεύω ότι το πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι η αντίληψη που έχουν για την πολιτική δεν αντιστοιχεί σε αυτό που σήμερα θέλει η κοινωνία.
Φαίνεται να αντιλαμβάνονται την πολιτική με δύο τρόπους που συνδέονται μεταξύ τους.
Ο ένας τρόπος είναι να πιστεύουν ότι είναι απλώς μια ντουντούκα ή ένα μεγάλο ηχείο που αναπαράγει την οργή της κοινωνίας και την κάνει να ακούγεται περισσότερο. Φαινομενικά, αποδίδει ως ένα βαθμό καθώς όποια ή όποιος φαίνεται να φωνάζει περισσότερο και να έχει πιο επιθετική ρητορική απέναντι στην κυβέρνηση, δείχνει κάπως να κερδίζει και στις δημοσκοπήσεις. Όμως, στην πράξη δεν πείθει, πρωτίστως γιατί η κοινωνία έχει κατανοήσει ότι η ίδια έχει μεγάλη δύναμη να ακουστεί, την ώρα που οι φωνές που θέλει να ακούει ή να τους βοηθά να ακούγονται, είναι πολύ περισσότερο ανθρώπων που δεν είναι επαγγελματίες πολιτικοί. Δείτε για παράδειγμα το τεράστιο κύρος που έχουν οι γονείς των θυμάτων.
Ο άλλος τρόπος είναι πρακτικά να λέει «ψηφίστε με και θα τα αλλάξω όλα». Προφανώς και η πολιτική αλλαγή περνάει μέσα από μια εκλογική αλλαγή συσχετισμών. Όμως, αυτό που ψάχνει η κοινωνία δεν είναι κάτι να ψηφίσει, αλλά κάτι να εμπιστευτεί σε μια εποχή που έχουμε όχι μόνο δυσαρέσκεια σε βάρος της κυβέρνησης αλλά και μια βαθύτερη κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Και αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να την εμπνεύσει κάτι που παραπέμπει απλώς στις εκλογές και τελικά στον πολιτικαντισμό.
Σημαίνει αυτό ότι χρειάζεται απλώς να υπάρχει κόσμος στο δρόμο ή να υιοθετήσουμε μια «αντιπολιτική» στάση που θα θεωρούσε ότι απλώς η λαϊκή κινητοποίηση, χωρίς πολιτική έκφραση και διαμεσολάβηση, αρκεί για να αλλάξουν τα πράγματα;
Προφανώς και όχι! Χρειάζεται πολιτική. Αλλά όχι η πολιτική της ντουντούκας, ούτε του «ψήφισέ με».
Χρειάζεται να επιστρέψει η πολιτική ως εκείνη η διεργασία που παίρνει μια μάζα, ένα πλήθος και την κάνει λαό, με κοινό όραμα και προοπτική.
Η πολιτική ως η διανοητική προσπάθεια να εξηγηθούν τα φαινόμενα που προκαλούν την οργή, άρα και τα μέτρα και οι αλλαγές που είναι αναγκαίες για να βρει διέξοδο η οργή.
Η πολιτική ως βαθιά διαπαιδαγωγητική διεργασία που βοηθά τους ανθρώπους να καταλαβαίνουν γιατί αισθάνονται αυτά που αισθάνονται και τους κάνει συμμέτοχους στη μεγάλη συζήτηση για τις προοπτικές της χώρας.
Η πολιτική ως ικανότητα να διαμορφώνεται μια διαφορετική πορεία για τη χώρα.
Γιατί εάν είχε επιστρέψει αυτή η – βαθιά δημοκρατική – πολιτική, δεν θα βλέπαμε όσα βλέπουμε τις τελευταίες μέρες.
Γιατί θα υπήρχε ένα πεδίο – και ένας συλλογικούς νους – που όχι μόνο θα κινητοποιούσε πόρους διανοητικούς και δημοσιότητα, ώστε να γίνεται σαφές γιατί το δυστύχημα στα Τέμπη ήταν και έγκλημα, γιατί και σε ποια σημεία επιχειρήθηκε συγκάλυψη, ποιες είναι οι αλλαγές και τα μέτρα που θα μπορούσαν να επαναφέρουν ένα αίσθημα ασφάλειας, ποιες είναι οι τομές σε θεσμικό επίπεδο που θα έβαζαν τέλος στο «πάμε και όπου βγει».
Μια τέτοια επιστροφή της πολιτικής θα σήμαινε ότι η κοινωνία θα είχε μπροστά της συνεκτικό και τεκμηριωμένο αφήγημα που θα καθιστούσε αλυσιτελή την προσπάθεια της κυβέρνησης να «αλλάξει την ατζέντα» με διάφορα αποσπασματικά επικοινωνιακά πυροτεχνήματα.
Θα σήμαινε ότι διάφορες «περσόνες» θα είχαν πολύ μικρότερη απήχηση γιατί η κοινωνία θα έβλεπε ότι υπάρχει μια συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης και όχι απλώς μια «έκφραση της δυσαρέσκειας».
Θα σήμαινε ότι θα ήταν τέτοια η πραγματική επίγνωση στην κοινωνία των πολιτικών ευθυνών για το έγκλημα, που προφανώς και δεν θα τολμούσε κανένας να προτείνει ή να δοκιμάσει να ποινικοποιήσει όσες απόψεις διαφωνούν με τις κυβερνητικές, ούτε βέβαια να τις χλευάσει ως δήθεν «θεωρίες συνωμοσίας».
Κυρίως μια τέτοια επιστροφή της πολιτικής θα ξανάδινε στην κοινωνία όχι οργή – αυτή άλλωστε περισσεύει… – αλλά την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, τη «χαμένη της μαγκιά», εάν προτιμάτε, τη συνειδητοποίηση ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν και ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να κάνει κάτι για να αλλάξουν.
Υπάρχουν άνθρωποι και δυνάμεις που θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε αυτή την επιστροφή της πολιτικής;
Υπάρχουν αλλά ούτε αντιστοιχούν ούτε χωρούν στα υπάρχοντα σχήματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, ακόμη και εάν συμμετέχουν σε αυτά.
Γιατί χρειάζονται διαδικασίες πολύ πιο παραγωγικές από αυτές της κομματικής ρουτίνας, γιατί χρειάζονται πρακτικές που να τροφοδοτούνται από σκέψη στρατηγική και όχι επικοινωνιακή, γιατί χρειάζεται συσπείρωση ανθρώπων με γνώση και απήχηση που αυτή τη στιγμή το κομματικό μεροδούλι μεροφάι τους απωθεί, γιατί χρειάζεται μια άλλη ποιότητα ηγεσίας, άνθρωποι που να «μη ζουν το μύθο του» ούτε να κάνουν πράξη το γινάτι τους, αλλά να μπορούν όντως να σκεφτούν και να δράσουν κοιτώντας την ιστορία κατάματα και όχι τη σκιά τους.
Γιατί σε τελική ανάλυση σε ιστορικές στιγμές αναλογούν και ευθύνες ιστορικές.
Πηγή: