Της Τασούλας Γεωργιάδου – Μέλος του Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού ”ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ”
Παιδεία: Η γλώσσα, η γνώση και η σκέψη συνθέτουν το θεμελιώδες «τρίπτυχο» όλων των μαθημάτων σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης και αποτελούν προτεραιότητες στην προσέγγιση του εγγραμματισμού, της διαδικασίας, δηλαδή, σύμφωνα με την οποία τα παιδιά μελετούν και κατανοούν όσα έχουν διαβάσει. Σε αυτήν ακριβώς τη διαδικασία καταγράφεται υστέρηση ενός σημαντικού ποσοστού του μαθητικού πληθυσμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που ξεπερνά το 20%, σύμφωνα με την ετήσια Έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.ΔΕ.) για το 2024. Ειδικότερα, οι αναφορές στην εφημερίδα ”Καθημερινή” του προέδρου της Αρχής, Ηλία Ματσαγγούρα, (πρόσωπο με μεγάλη πείρα και εγνωσμένο έργο καθώς είναι ομότιμος καθηγητής διδακτικής στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής των ετήσιων διαγνωστικών εξετάσεων για το επίπεδο των μαθητών στο τέλος του Δημοτικού και του Γυμνασίου) αποτυπώνουν το πρόβλημα. «Υπάρχει ένα ποσοστό μαθητών Δημοτικού και Γυμνασίου που αδυνατεί να ανταποκριθεί σε ερωτήσεις πρώτου επιπέδου δυσκολίας και πολύ περισσότερο να ανταποκριθεί σε ερωτήσεις δεύτερου και τρίτου βαθμού….
Ιδιαίτερα προβληματίζουν οι δυσκολίες που εντοπίζονται στις ανοικτές ερωτήσεις της Γλώσσας και των Μαθηματικών της ΣΤ΄ Δημοτικού και της Γ’ Γυμνασίου, προβλήματα, βεβαίως, που δεν ανακύπτουν αιφνιδίως σε αυτές τις τάξεις, αλλά έχουν τις ρίζες τους σε πρακτικές του εκπαιδευτικού συστήματος και στη μη έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών κατά την εμφάνισή τους στην Α΄ Δημοτικού. Αποτέλεσμα αυτού είναι να εδραιώνονται και να οξύνονται οι εν λόγω δυσκολίες στις επόμενες τάξεις». Έτσι, ουσιαστικά, ένα στα πέντε παιδιά κινδυνεύει να αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο παραμένοντας «λειτουργικά αναλφάβητο».
Σε αντίθεση με τον οργανικό αναλφαβητισμό που αναφέρεται σε άτομα που δεν φοίτησαν ποτέ σε σχολείο και κατά συνέπεια έχουν παντελή άγνοια ανάγνωσης, γραφής και αριθμητικής, ο λειτουργικός αναλφαβητισμός είναι ένα πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών και αναφέρεται στην έλλειψη της ικανότητας να χρησιμοποιεί το άτομο, που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, τις γνώσεις που έχει αποκτήσει έτσι ώστε να ενταχθεί ομαλά και να λειτουργήσει αποτελεσματικά στο κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκει. Η κατάσταση χαρακτηρίζεται ανησυχητική, καθώς ο λειτουργικός αναλφαβητισμός, όπως ορίζεται από την UNESCO ήδη από το 1978, είναι «η αδυναμία ενός ατόμου να κατανοεί με επάρκεια τον προφορικό και γραπτό λόγο, να διατυπώνει με σαφήνεια τη σκέψη του, να κάνει αφαιρετικούς συνειρμούς, να αναπτύσσει κριτική σκέψη και να εκμεταλλεύεται ευκαιρίες για βελτίωση των γνωστικών του δεξιοτήτων». Συνεπώς, ένας λειτουργικά αναλφάβητος μαθητής σήμερα και πολίτης αύριο δεν μπορεί να επικοινωνεί άνετα με το περιβάλλον του, γεγονός που εμποδίζει την προσαρμογή του, την καλλιέργεια των φυσικών του χαρισμάτων και την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Πιο αναλυτικά, έχοντας δυσκολία να συμμετέχει σε συζητήσεις αυτοπεριθωριοποιείται, γίνεται εσωστρεφής, αισθάνεται μοναξιά ή ντροπή λόγω ανικανότητας να κατανοεί και να ερμηνεύει την πραγματικότητα, να παρακολουθεί την πρόοδο που συντελείται στην εποχή του, να βιώνει τις συναρπαστικές εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας, της επιστήμης, της τέχνης και του πνεύματος. Ακόμα, αδυνατεί να ανταποκρίνεται σε καθημερινές δραστηριότητες όπως μετακινήσεις, αγορές και συναλλαγές με υπηρεσίες, που συχνά οδηγούν σε εξάρτηση από τρίτους και κίνδυνο εκμετάλλευσης ή απάτης. Επίσης, επιδεινώνει τη θέση του στην ανταγωνιστική αγορά εργασίας καθώς υποχρεώνεται να καταφεύγει σε εργασίες που δεν απαιτούν αυξημένο επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων και που χαρακτηρίζονται από χαμηλές αμοιβές, στασιμότητα ως προς την επαγγελματική εξέλιξη και μειωμένο κοινωνικό κύρος. Τέλος, πολύ δύσκολα αμφισβητεί την πολιτική ζωή της χώρας αφού αυτή προϋποθέτει γνώσεις, ενημέρωση για τα τεκταινόμενα και κριτική επεξεργασία των προσφερόμενων πληροφοριών. Έτσι, ο λειτουργικά αναλφάβητος άνθρωπος, επειδή διαθέτει επίγνωση και όχι γνώση, είναι καταδικασμένος να χειραγωγείται, να αγνοεί την διεκδίκηση, να φανατίζεται, να γίνεται βίαιος, να φοβάται κάθε τι διαφορετικό και δυστυχώς να ζει και να αναπνέει στον ασφυκτικό κόσμο της άγνοιας, της προπαγάνδας και της τρομολαγνίας. Έτσι, υπονομεύεται η κοινωνία, η δημοκρατία, η οικονομία και το ίδιο το μέλλον της Ελλάδας. Μια χώρα με ένα γερασμένο και λειτουργικά αναλφάβητο πληθυσμό, όχι μόνο δεν έχει περιθώρια ανάπτυξης, αλλά ούτε δυνατότητα επιβίωσης.
Η αλήθεια είναι ότι το φαινόμενο του λειτουργικού αναλφαβητισμού είναι βαθύτατο και πολύ-παραγοντικό. Αιτιολογικοί παράγοντες βρίσκονται και στο σπίτι αλλά και στο σχολείο. Το υποβαθμισμένο οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας, που είναι το κύτταρο της κοινωνίας, φαίνεται να διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο αφού αυτό μερικές φορές αποτρέπει την ώθηση των παιδιών προς την εκπαίδευση ή αναγκάζει τα νεαρά μέλη της να εγκαταλείπουν πρόωρα τις σπουδές τους για λόγους βιοποριστικούς. Επίσης μπορεί να δυσχεραίνει την στήριξη στην μελέτη τους, γεγονός που δεν τα επιτρέπει να ανταποκρίνονται στις πολύπλοκες νοητικές ή γνωστικές απαιτήσεις των μαθημάτων με αποτέλεσμα αυτά να έχουν χαμηλές σχολικές επιδόσεις. Ακόμα, υπάρχουν γονείς που δεν αποτελούν πρότυπο μελέτης, δεν αφιερώνουν τον απαραίτητο ποιοτικό χρόνο διαπαιδαγώγησης στα τέκνα τους, δεν προσφέρουν τα απαραίτητα κίνητρα για πνευματικές δράσεις ώστε να τα ενεργοποιήσουν. Από τη μεριά του σχολείου, δυστυχώς η γνώση στην χώρα μας είναι στείρα και κατακερματισμένη και η διδασκαλία απλή αποστήθιση πληροφοριών χωρίς να προτρέπεται ο μαθητής να σκεφτεί επί αυτών, να κρίνει εάν συμφωνεί ή όχι, να αμφισβητήσει ή να προβληματιστεί.
Όπως επισημαίνει ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Χρήστος Κάτσικας: «στα περισσότερα νέα βιβλία Ιστορίας του δημοτικού και του γυμνασίου απουσιάζει ο συνεκτικός ιστός, απουσιάζουν τα ιστορικά πλαίσια, ο ιστορικός χρόνος δεν υπάρχει, η συνολική αφήγηση σφαγιάζεται σε πληροφορίες, εικόνες, αριθμούς και πηγές. Το “πώς” και το “γιατί” εξαφανίζονται και απομένει η τμηματική πληροφορία, η αποσπασματική είδηση, το απομονωμένο γεγονός, χωρίς την ιστορική και κοινωνική του πλαισίωση». Η ύλη είναι τόσο μεγάλη και πυκνή που ο δάσκαλος ή ο καθηγητής θα «τρέξει» να κάνει την παράδοση του μαθήματος χωρίς πολλά-πολλά. Δεν φταίει αυτός όταν το εκπαιδευτικό σύστημα δεν του επιτρέπει να ρυθμίσει τον ρυθμό της ύλης με βάση τις ανάγκες της τάξης του ή όταν υπηρετεί ένα σύστημα που διαρκώς μεταρρυθμίζεται στα χαρτιά, χωρίς να βελτιώνεται στην πράξη και, κυρίως, χωρίς λαμβάνει υπ΄ όψιν τη γνώμη των ίδιων των δασκάλων και των μαθητών. Επομένως, οι εκπαιδευτικές πρακτικές που ακολουθούνται δεν στοχεύουν στην πραγματική γνώση, δεν καλλιεργούν την αγάπη για τη μάθηση και επιπλέον οδηγούν στη βαθμοθηρία, στον ανταγωνισμό (ο οποίος βαφτίζεται ”ευγενής άμιλλα”) και στην ιδεολογία του πρωταθλητισμού, μιας παρεξηγημένης και άχρηστης αριστείας.
Με τη σειρά τους όλα αυτά απογυμνώνουν την εκπαίδευση και αποξενώνουν τα παιδιά, τα μετατρέπουν σε «μονάδες», τα αποκόβουν από κάθε μορφή ομαδικής και συνεργατικής διαδικασίας, όπως είναι η βιωματική μάθηση, η εργαστηριακή εκπαίδευση, η εκπόνηση εργασιών. Παρατηρούμε έναν αγώνα δρόμου μέσα στις τάξεις και περισσότερο από το Γυμνάσιο και μετά, όπου οι μαθητές επιλέγουν, άτυπα, κατεύθυνση σπουδών, με αποτέλεσμα να απορρίπτουν πλήθος μαθημάτων ως μη χρήσιμα για τις πολυπόθητες εξετάσεις που θα δώσουν λίγα χρόνια αργότερα. Εν ολίγοις, οι νέοι διαβάζουν απλά για να περάσουν. Η γνώση λογίζεται ως ένα βραχυπρόθεσμο κλειδί που θα ανοίξει τις πόρτες της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, το οποίο ύστερα από την πολυπόθητη εισαγωγή πετιέται, σαν να μην είχε ποτέ νόημα.
Τέλος, ο λειτουργικός αναλφαβητισμός στα σχολεία επιτείνεται και λόγω της ελλιπούς χρηματοδότησης της δημόσιας εκπαίδευσης (το δικαίωμα στη μόρφωση θυσιάζεται στο βωμό της κερδοφορίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων για την διαμόρφωση «χρήσιμων ηλιθίων» και όχι ελεύθερων και σκεπτόμενων πολιτών), της ελλιπούς οργάνωσης, διοίκησης και λειτουργίας των σχολείων (έλλειψη ειδικών παιδαγωγών για την ανίχνευση και την αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών) και της έλλειψης επιμόρφωσης και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Ένας άλλος παράγοντας που εντείνει αυτό το πρόβλημα είναι και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς έχουν μετατραπεί σε μια γρήγορη μηχανή συμπιεσμένης γνώσης, χωρίς περαιτέρω ανάλυση. Τα παιδιά, δυστυχώς, ήδη από το Δημοτικό, μπαίνουν στο διαδίκτυο και έρχονται σε επαφή με οπτικά και ακουστικά μέσα που όμως δεν προσφέρουν έντονα αναγνωστικές εμπειρίες.
Το πρόβλημα του λειτουργικού αναλφαβητισμού στην χώρα μας, όπως καταγράφεται στην ετήσια έκθεση της Α.ΔΙ.Π.Π.ΔΕ., αποτελεί μία από τις πιο ανησυχητικές προκλήσεις για το εκπαιδευτικό σύστημα. Για την πρόληψη αυτού του φαινομένου, η συγκεκριμένη Αρχή προτείνει συντονισμένες δράσεις σε όλα τα επίπεδα από το εκπαιδευτικό προσωπικό όλων των βαθμίδων (νηπιαγωγών, δασκάλων και καθηγητών, υπό τον συντονισμό της εκπαιδευτικής ιεραρχίας, η οποία φέρει την ευθύνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση προληπτικών και διαχειριστικών εκπαιδευτικών παρεμβάσεων), ώστε να εξασφαλιστεί ότι κανένα παιδί δεν θα παραμένει στο περιθώριο λόγω μαθησιακών δυσκολιών που επηρεάζουν όχι μόνο τις επιδόσεις του αλλά και την κοινωνική και επαγγελματική ενσωμάτωσή του. Πιο συγκεκριμένα, επειδή πολλοί μαθητές ξεκινούν την Α’ Δημοτικού χωρίς επαρκή γλωσσική, μαθησιακή και κοινωνική ετοιμότητα, προτείνεται αναθεώρηση του ελάχιστου ηλικιακού ορίου εγγραφής σε αυτήν την τάξη.
Σήμερα, οι μαθητές μπορούν να εγγραφούν στην ηλικία των 5 ετών και 8 μηνών, ενώ η Α.ΔΙ.Π.Π.ΔΕ προτείνει την αύξηση στα 6 έτη συμπληρωμένα κατά την 1η Σεπτεμβρίου, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (να υπογραμμιστεί, ότι κατά την προσχολική φάση, η ηλικία των παιδιών προσμετράται σε μήνες και όχι σε έτη, επομένως καταδεικνύεται η σημασία της διαφοράς ακόμη και των τεσσάρων μηνών για την εγγραφή των μαθητών στο Δημοτικό σχολείο). Μάλιστα, διαπιστώνεται η αναγκαιότητα οι δάσκαλοι που αναλαμβάνουν την Πρώτη Δημοτικού να είναι μόνιμοι εκπαιδευτικοί του σχολείου με διδακτική εμπειρία και όχι βεβαίως άπειροι αναπληρωτές ή νεοδιορισθέντες. Τονίζεται η ανάγκη έγκαιρης παρέμβασης από το Νηπιαγωγείο, σε συνεργασία με τους σχολικούς ψυχολόγους, μέσω εναλλακτικών διδακτικών προσεγγίσεων, ενισχυτικής διδασκαλίας και προσαρμοσμένων προγραμμάτων για παιδιά με χαμηλή σχολική ετοιμότητα. Παράλληλα, αναδεικνύεται η σημασία συστηματικών επιμορφώσεων των εκπαιδευτικών και καλύτερου εκπαιδευτικού υλικού για την υποστήριξη της κειμενοκεντρικής μεθόδου, που αποτελεί κλειδί για την κατανόηση κειμένων και την ανάπτυξη κριτικής σκέψης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επισημαίνεται το πρόβλημα του λειτουργικού αναλφαβητισμού στα παιδιά. Εκτός από τους έγκριτους επιστήμονες της Α.ΔΙ.Π.Π.ΔΕ, και άλλοι στο παρελθόν έχουν προτείνει λύσεις για την ανάπτυξη του σχολικού εγγραμματισμού, καθώς και της κριτικής και δημιουργικής σκέψης στο σχολείο. Γιατί, όμως, κάθε φορά αυτές αποδεικνύονται αναποτελεσματικές; Γιατί το εκπαιδευτικό μας σύστημα συνεχίζει να κατασκευάζει στην τάξη αδύναμους αναγνώστες και συγγραφείς, με όποια παρεμβατικά εκ των υστέρων προγράμματα κι αν υλοποιεί; Πρέπει να μας προβληματίσει αφάνταστα το γεγονός πως τα ποσοστά εντοπισμού μαθητών με αυξημένο κίνδυνο να μείνουν λειτουργικά αναλφάβητοι μέχρι το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης αυξάνονται αντί να μειώνονται.
Αυτό συμβαίνει γιατί αυτά τα παιδιά έρχονται στην τάξη με τη δική τους φωνή και με τις δικές τους γλωσσικές εμπειρίες γραμματισμού που συνήθως διαφέρουν από εκείνες που το σχολείο προτείνει. Η εξοικείωση των παιδιών αυτών με την κουλτούρα του σχολείου δεν μπορεί να συντελεστεί αν το σχολείο υποτιμά τις όποιες γνώσεις τους ή αν αξιολογεί την συμμετοχή τους στα μαθήματα με βάση την έννοια του σωστού και του λάθους στη γλωσσική έκφραση και θεωρεί ότι η γραμματική, η ανάγνωση και η γραφή είναι απλές, ουδέτερες δεξιότητες που κατακτώνται μέσα από τη συστηματική διδασκαλία μιας συγκεκριμένης «ύλης». Στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός πλούσιου σε ερεθίσματα μαθησιακού περιβάλλοντος που να αναγνωρίζει τις εμπειρίες όλων των παιδιών, να ενδυναμώνει την φωνή τους και να συνδέει τη σχολική κοινότητα με την τοπική κοινωνία μέσα από ένα ευρύ φάσμα συνεργασίας.
Πριν λίγα χρόνια, μια νεανική φωνή, αυτή της 13χρονης τότε Μαρίτας Δατσέρη από το 5ο Γυμνάσιο Ηρακλείου, θέλησε να περάσει το μήνυμα πως « μέσα από ένα βιβλίο ή το γράψιμο, ο κόσμος μπορεί να αλλάξει. Δεν αλλάζει με το πείραγμα, ή με την προσπάθεια να γίνει κάποιος αγαπητός ή αρεστός σε όλους ». Και κατάφερε αυτή η φωνή να εισακουστεί στον 17ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, τον οποίο προκήρυξε η Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος με αφορμή τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Το διήγημα που έγραψε η εν λόγω μαθήτρια από την Κρήτη έλαβε το πρώτο βραβείο μεταξύ συμμετεχόντων της ηλικίας της. Είναι αλήθεια πως ο κόσμος μπορεί να αλλάξει μέσα από ένα βιβλίο ή το γράψιμο αλλά, κυρίως, αυτός αλλάζει από ανθρώπους σαν τους γονείς της Μαρίτας και τις καθηγήτριες της (Μαρία Μάρκου και Χαρίκλεια Πεδιαδίτου) που την προέτρεψαν να λάβει μέρος, από ανθρώπους που περιβάλλουν τα παιδιά και που ασκούν τέτοια άξια αναφοράς επιρροή, εμφυσώντας σε αυτά, γνώσεις, μόρφωση, αξίες, αγάπη για τη μάθηση και κυρίως αγάπη και σεβασμό για τις τέχνες, τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Οφείλουμε λοιπόν, ένα τεράστιο μπράβο σε αυτούς τους ανθρώπους και στην Μαρίτα.
Τασούλα Γεωργιάδου – Μέλος του
Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού ”ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ”
Πηγές:
https://www.pillowfights.gr/running-rabbit/leitourgikos-analfavhtismos-otan-h-gnwsh-den-arkei/
https://www.rejoin.gr/education/blog-education/202-ekpaidefsh-ths-amatheias