Το «Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων», το «Οικονομικό Φόρουμ Δελφών» και το «ΒΗΜΑ» με αφορμή τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, διοργάνωσαν Συνέδριο το οποίο ήταν αφιερωμένο στην ελληνική εξωτερική πολιτική με τίτλο: «Μεταπολίτευση 1974-2024: 50 Χρόνια Ελληνική Εξωτερική Πολιτική». Σε μία συνεδρία είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε τρεις Υπουργούς Εξωτερικών (Ν. Κοτζιάς, Ε. Βενιζέλος, Γ. Γεραπετρίτης), που ο καθένας εκπροσωπούσε από την μεριά του ένα από τα τρία κόμματα που κυβέρνησαν την Ελλάδα εδώ και πενήντα χρόνια. Τον λόγο έλαβε πρώτος ο νυν ΥΠΕΞ, όπου αφού εξέφρασε τη χαρά να βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που υπηρέτησαν την ελληνική διπλωματία και έχουν συμβάλει στο να έχουμε σήμερα ένα πολύ μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο, είπε ότι: «Η Ελλάδα έχει αποκτήσει ένα πολύ δυνατό διεθνές αποτύπωμα το οποίο της επιτρέπει να μπορεί όχι μόνο να έχει περιφερειακό ρόλο, αλλά και έναν ρόλο ο οποίος είναι αμιγώς διεθνής, να μπορεί να συγκαθορίζει τη διεθνή αρχιτεκτονική ασφαλείας, να μπορεί να έχει λόγο και να μπορεί να επιβάλει τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου για τις οποίες είμαστε εξαιρετικά υπερήφανοι».
Ξεκινώντας με τέτοια φιλοφρόνηση προς το πρόσωπο των δύο συνομιλητών του, ενώ είναι γνωστές οι έντονες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε το κλίμα στο οποίο θα συνεχιζόταν η συζήτηση. Στο θέμα συγκαθορισμού της διεθνούς ασφάλειας και επιβολής του Διεθνούς Δικαίου που επιμένει ο κ. Γεραπετρίτης, πρέπει να πούμε ότι η Ελλάδα δε μπορεί να εφαρμόσει την ασφάλεια και το Διεθνές Δίκαιο ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Οι λαθραίοι μετανάστες, από το ακραίο Ισλάμ, έρχονται συνεχώς με τις ευλογίες των «γκρίζων λύκων», και ο ίδιος ο Σαμαράς στην ομιλία που έδωσε αργότερα την ίδια μέρα στο ίδιο Συνέδριο κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι τους δίνει άσυλο για να φαίνεται μειωμένος ο αριθμός τους, μια κατηγορία που δε διέψευσε κανείς. Παρόλα αυτά θεωρεί επιτυχία την εκλογή Σινιρλίογλου, ενός ανθρώπου που υπονόμευε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στον ΟΗΕ, και Τελαλιάν, μιας γυναίκας που ερχόταν σε αντιπαράθεση με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής όσο υπηρετούσε Νομική Σύμβουλος. Παρόλα αυτά οι επαφές της με την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου την έφεραν στο Μαξίμου. Αναφορικά με το διεθνές δίκαιο, υπό την απειλή του casus belli παραμένουμε στάσιμοι και δεν ορίζουμε τις θαλάσσιες ζώνες, όπως το δίκαιο της θάλασσας ορίζει, αφήνοντας ανεκμετάλλευτο τον θαλάσσιο πλούτο. Υπό την απειλή των γειτόνων δεν καταθέσαμε καν Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, με αποτέλεσμα την αποπομπή της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Στη συνέχεια ο κ. Γεραπετρίτης καυχήθηκε για τη θέση που θα αναλάβει η χώρα μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, για την ισχυρή μας θέση στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., τις ισχυρές αμυντικές συμμαχίες με ΗΠΑ και Γαλλία. Βέβαια ποτέ, καμία από τις παραπάνω συμμαχίες δε μας βοήθησε, ούτε οικονομικά, ούτε αμυντικά. Αντιθέτως, η Ελλάδα είναι μονίμως σε μειονεκτική θέση. Αποτελεί σχεδόν αποικία των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα κάποιοι να την χαρακτηρίζουν 51η Πολιτεία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν φέρει βάσεις στην πατρίδα μας χωρίς ποτέ να συνεισφέρουν στη δική μας αμυντική ασφάλεια. Η θέση της Ελλάδας στην Ε.Ε. φάνηκε ξεκάθαρα από τα τιμωρητικά μέτρα που επιβλήθηκαν στους Έλληνες την περίοδο της οικονομικής κρίσης που προέκυψε από την οικονομική ασυδοσία των ίδιων των κυβερνόντων.
Ο κ. Γεραπετρίτης τοποθέτησε το Ισραήλ σε πρώτο πλάνο, τονίζοντας την άριστη σχέση που έχουμε, ενώ ταυτόχρονα μήνυσε ότι έχουμε άριστη σχέση με όλο τον αραβικό κόσμο. Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει να υποστηρίζει το γενοκτόνο Ισραήλ, ενώ την Παλαιστίνη, που αποτελεί μέρος του αραβικού κόσμου, την έχει παραπεταμένη. Δεν παίρνει πρωτοβουλία για ειρήνη στην περιοχή, και σιωπά για τους μέχρι στιγμής 45.000 θανάτους και τον τραυματισμό 107.000 Παλαιστίνιων από τις ισραηλινές επιθέσεις. Ας αναλογιστεί η κυβέρνηση και τις αγορές ακινήτων από Εβραίους στην κατεχόμενη Κύπρο, που αποτελεί μέρος του μεγάλου χάρτη του Ισραήλ, και τότε ας αναθεωρήσει τις άριστες σχέσεις μαζί του. Επίσης στη Συρία, όπου το Ισλάμ παρελαύνει, διαπράττει βιαιοπραγίες και η Τουρκία διεκδικεί εδάφη, η ελληνική μειονότητα ζητά βοήθεια. Και ενώ γίνεται λόγος για πάνω από 20.000 ανθρώπους Ελληνορθόδοξους, η Πολιτεία μιλάει για 50 περίπου οικογένειες, απορρίπτοντας από πάνω της την ευθύνη για τη σωτηρία των ομοεθνών και ομόδοξων κατοίκων που ζει στο Χαλέπι. Προφανώς αγνοεί τη μεγάλη πληθυσμιακά ελληνική μειονότητα, αφού δεν έκανε καμία αναφορά ο κ. Γεραπετρίτης στην τοποθέτησή του. Την ίδια απαξίωση έδειξε η κυβέρνηση και για τους Έλληνες της Μαριούπολης, των οποίων την ύπαρξη αρνήθηκε ο κ. Δένδιας, δικαιολογώντας έτσι την αποστολή όπλων στην Ουκρανία.
Τόνισε ότι για την ελληνική εξωτερική πολιτική δεν υπάρχει φοβικό σύνδρομο και δε διέπεται από τη λογική της δογματικής ακινησίας η οποία με κάποιο μαγικό τρόπο θα μπορούσε να μας φέρει σε μία καλύτερη θέση. Αντίθετα, χάρη στην ισχυρή της θέση η Ελλάδα έχει ισχυρό λόγο και σε θέματα που ήταν λιμνάζοντα για πολύ καιρό, όπως το Κυπριακό. Στην ακινησία χρέωσε την «αποτύπωση επί του εδάφους ακριβώς αυτής της αξίωσης, η οποία έχει προέλθει από την παράνομη εισβολή και κατοχή και η οποία αποτελούσε στην πραγματικότητα τη δαμόκλειο σπάθη», και «χάρη στις συντονισμένες ενέργειες της ελληνικής διπλωματίας έναντι του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά παράλληλα και χάρη στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, έχουμε καταφέρει να επανεκκινήσει η διαδικασία για την επίλυση του Κυπριακού». Για τη λύση των δύο κρατών που ζητά η Τουρκία είπε ότι δε μπορεί να υπάρξει, διότι πολύ απλά αντιβαίνει το πλαίσιο που ο ίδιος ο ΟΗΕ έχει υιοθετήσει μέσα από το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Εμείς θα συμφωνήσουμε ότι δεν υπάρχει φοβικό σύνδρομο, υπάρχει όμως σύνδρομο ραγιαδισμού, το οποίο εκφράζει η ίδια η γλώσσα του σώματος του κ. Γεραπετρίτη. Με τα ανωτέρω λόγια έγινε παραδοχή ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική «κοιμήθηκε» για ένα διάστημα στο μείζον ζήτημα του Κυπριακού, κάτι που εκμεταλλεύτηκε η πάντα άγρυπνη Τουρκία, παραδοχή που φανερώνει ότι τελικά για τους πολιτικούς μας το Κυπριακό δεν αποτελεί και τόσο επείγον ζήτημα που χρήζει επίλυσης. Όσο για τον ισχυρισμό ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βελτιώθηκαν, αδυνατούμε να κατανοήσουμε τη λογική μιας τέτοιας κουβέντας, όταν εξέχοντα πολιτικά πρόσωπα της αντίπερα όχθης μιλούν για «γαλάζια πατρίδα», για «σύνορα της καρδιάς» τους, για «τούρκικη μειονότητα» στη Θράκη και απειλούν όποιον ταράξει τα νερά τους. Για τους γείτονες υπάρχει μόνο ο επεκτατισμός, και αυτόν δουλεύουν μεθοδικά, ως οφείλουν να κάνουν οι ηγέτες, κάτι που λείπει από τους δικούς μας πολιτικούς. Ας μην ξεχνάμε ότι η Διακήρυξη των Αθηνών έχει καταπατηθεί πολλές φορές από τους «φίλους» και το ψευδοκράτος είναι το πιο στρατιωτικοποιημένο μέρος παγκοσμίως. Για τους Έλληνες το Κυπριακό είναι θέμα εισβολής, κατοχής και εποικισμού, και ως εκ τούτου δεν έχει κανένα δικαίωμα η Τουρκία στο νησί. Παρόλα αυτά, και υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι υποψήφια προς ένταξη στην Ε.Ε. Η εξήγηση του ΥΠΕΞ περί αδυναμίας λύσης των δύο κρατών λόγω του πλαισίου που ο ίδιος ο ΟΗΕ έθεσε, δε θέλουμε να φανταστούμε ότι σε άλλη περίπτωση θα αποτελούσε πιθανή λύση από την ελληνική διπλωματία.
Για το πιο μεγάλο θέμα στο οποίο έχουμε διαφορές με την Τουρκίας, όπως είπε, είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, και εξαιτίας της θεμελιακής αφετηριακής διαφοράς δεν είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε σε ουσιαστική συζήτηση. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι μόνο στα λόγια επιβάλλει η Ελλάδα το Διεθνές Δίκαιο, καθώς το casus belli αποτρέπει την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών. Εκτός από αυτό όμως τίθεται το θέμα των «τούρκικων» μειονοτήτων και της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών Ανατολικού Αιγαίου (το οποίο εν μέρει πραγματοποιήθηκε με την αποστολή όπλων στην Ουκρανία), των «γκρίζων ζωνών», των καθημερινών παραβιάσεων που αποσιωπούνται, των λαθραίων μεταναστών που η Τουρκία προωθεί.
Ο δεύτερος ομιλών ήταν ο κ. Βενιζέλος, ο οποίος χαρακτήρισε success story τα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης, «ξεκινώντας από τη λειτουργία των θεσμών της δημοκρατίας, περνώντας στην επιβίωση της οικονομίας από την οικονομική κρίση και στην επαναφορά της στην κανονικότητα και φθάνοντας μέχρι τα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας, στην εξωτερική πολιτική». Επιβεβαίωσε ότι το 1974 με όσα συνέβησαν στην Κύπρο ξεκίνησε περίοδος κρίσεων και επεισοδίων, ελάσσονος όμως έντασης, πλην αυτών του 1976, του 1987 και του 1996, και με την εκλογή Ερντογάν δεν έχουμε νέο επεισόδιο. Ωστόσο έχει διευρυνθεί ο κατάλογος των μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων.
Ο ΥΠΕΞ του ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζοντας πετυχημένα τα 50 χρόνια που η Ελλάδα βιώνει τη διαφθορά και διαπλοκή του πολιτικού συστήματος, συνεχίζει στον ίδιο τόνο που έθεσε ο κ. Γεραπετρίτης. Υποβιβάζει τα γεγονότα της τούρκικης εισβολής στα ελληνικά νερά, τους θανάτους των τριών αξιωματικών του ΠΝ στα Ίμια και το γκριζάρισμα της περιοχής. Υποβιβάζει τις συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, τους θανάτους των Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού από τους «γκρίζους λύκους», για τους οποίους ποτέ κανείς δεν τιμωρήθηκε. Υποβιβάζει το θέμα των αιχμαλώτων στην Κύπρο, τους οποίους η ελληνική Πολιτεία βάφτισε αγνοούμενους, τη σύναψη του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου και το περιστατικό της Κάσου, γεγονότα που αμφισβητούν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και δεν επιτρέπουν την έρευνα στα νερά μας χωρίς την άδεια των «πασάδων».
Όπως είπε στη συνέχεια: «Τα προβλήματα ξεκινούν εδώ, στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος και στο εσωτερικό του ελληνοκυπριακού πολιτικού συστήματος[…]Το σχέδιο Ανάν που απερρίφθη πανηγυρικά άφησε πίσω του ένα κεκτημένο που είναι η αναγνώριση της αυτοδιάθεσης διά δημοψηφίσματος. Άρα οποιαδήποτε λύση, έχει σημασία εάν μπορεί να γίνει τελικά αποδεκτή με δημοψήφισμα από τον κυπριακό λαό, από τις δύο κοινότητες, εντέλει και από την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Εάν δεν μπορεί να γίνει αυτό δεν έχουμε λύση, άρα δεν έχουμε στρατηγική. Η στρατηγική μας εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα εάν μπορούμε να επεξεργαστούμε σχήμα εντός των αποφάσεων του ΟΗΕ και εντός του Διεθνούς Δικαίου και εντός του ευρωπαϊκού κεκτημένου, το οποίο να γίνει δεκτό από την άλλη πλευρά και να γίνει δεκτό σε δημοψήφισμα. Αντιλαμβάνεστε πόσο απαιτητικό είναι αυτό που λέω και πόσο πολύπλοκο».
Όπως προαναφερθήκαμε, η Κύπρος παράνομα κρατείται από τους Τούρκους, και οι Ελληνοκύπριοι θέλουν την ένωση με τη μητέρα-Ελλάδα. Καμία άλλη λύση δε θα γίνει αποδεκτή, ειδικά των δύο κοινοτήτων, που θα προκαλέσει σε βάθος χρόνου άλλα προβλήματα εις βάρος των Ελλήνων. Αν το δημοψήφισμα αποτελεί για τον κ. Βενιζέλο πετυχημένο εργαλείο που πιστοποιεί την αποδοχή του λαού για την πολιτική που θέλει να εφαρμόσει η κυβέρνηση για μείζονα εθνικά ζητήματα, τότε γιατί το δημοψήφισμα επί ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε αποδεκτό και αντιστράφηκε το αποτέλεσμα; Γιατί στο Σκοπιανό δε ρωτήθηκε ο λαός, αλλά εφαρμόστηκε μια αντεθνική συνθήκη, παρά τις αντιδράσεις των εκατομμυρίων Ελλήνων που βγήκαν σε συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, καθώς και σε άλλες επαρχιακές πόλεις, το μέγεθος των οποίων κουκουλώθηκε από όλα τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ; Επί τούτων δεν ακούσαμε τον κ. Βενιζέλο να τοποθετείται, αντίθετα αρκέστηκε μόνο στα της Κύπρου, εγκωμιάζοντας ένα κεκτημένο μονομερώς. Όσο για τη δυσκολία επίτευξης μίας δίκαιης λύσης αποδεκτής από όλες τις πλευρές, το μόνο σίγουρο είναι ότι όταν ένα κράτος γνωρίζει την ιστορία του και τη σέβεται, ξέρει να διεκδικεί όσα δικαιωματικά του ανήκουν με επιχειρήματα, οπότε κανένα εγχείρημα επίλυσης διαφορών δεν είναι τόσο απαιτητικό και πολύπλοκο. Χρειάζεται σθένος, κάτι που κανένα μεταπολιτευτικά πολιτικό πρόσωπο δε διαθέτει.
Χαρακτήρισε την πολιτική των 50 τελευταίων ετών ως ευκρινή, σταθερή και αρκετά συναινετική, αλλά στις γενικές της γραμμές. Είπε ότι δεν πρέπει να αφήνουμε τον χρόνο να κυλάει, γιατί όλα χειροτερεύουν, και χωρίς χρονική παράμετρο δεν υπάρχει στρατηγική, δεν υπάρχει εξωτερική πολιτική. Αλλά σημασία έχει και η συνείδηση της ιστορίας και η συναίνεση χωρίς γενικολογίες, διότι τότε είμαστε αμυντικοί, αποφεύγουμε το πρόβλημα και το αφήνουμε στον επόμενο, με αποτέλεσμα ο πυκνός ιστορικός χρόνος να προϋποθέτει πιο απαιτητικούς όρους. Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται ενωτικός καθόλη τη διάρκεια του λόγου του, αλλά η παραπάνω φράση αποδίδει στο μέγιστο αυτή την τάση. Παραδέχεται, όπως προηγουμένως και ο κ. Γεραπετρίτης, ότι υπήρξαμε και ακόμα υπάρχουμε αργοί στην εξωτερική πολιτική και δεν έχουμε γνώση της ιστορίας μας, σε αντίθεση με τους Τούρκους που και την ιστορία ξέρουν και σε επαγρύπνηση βρίσκονται και διεκδικούν μέχρι να πάρουν αυτό που θέλουν. Οι πολιτικοί μας όχι απλά δεν κάνουν αμυντική πολιτική, ίσα-ίσα παραχωρούν όσα με θυσία κατέκτησαν οι πρόγονοί μας, ώστε ο επόμενος να βάλει το λιθαράκι του σε περαιτέρω παραχωρήσεις.
Στη συνέχεια έθεσε ένα δίλημμα, που μοιάζει απειλητικό. Ρώτησε ποια Τουρκία προτιμάμε, αυτή που δεν υπάρχει στον χάρτη, ώστε να βρεθούμε εμείς αντιμέτωποι με τους εχθρούς που αντιμετωπίζει στα ανατολικά της σύνορα, ή αυτή που παρά τον εξαιρετισμό, τις αποκλίσεις και αντιφάσεις παραμένει Δυτική και ΝΑΤΟϊκή και επενδύει στη σχέση της με τις ΗΠΑ; Θεώρησε την απάντηση αυτονόητη, και πάνω σε αυτή τη δυτική θέση της Τουρκίας δικαιολόγησε την εκλογή Σινιρλίογλου στον ΟΑΣΕ. Για να ενισχύσει αυτή τη θέση, είπε ότι ενώ εμείς έχουμε μόνο τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, η γείτονα χώρα έχει πολλά περισσότερα να διαχειριστεί. Με την προηγούμενη τοποθέτηση ο Ευ. Βενιζέλος υποδεικνύει τους εχθρούς της Τουρκίας και ως δικούς μας εχθρούς, κάτι που δεν ισχύει, την καθιστά ισχυρό τείχος ασφαλείας για εμάς, και έτσι αφήνει στο απυρόβλητο τον αναθεωρητισμό της. Οι διενέξεις με τις γειτονικές χώρες, των οποίων τα όρια διευθετήθηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάνης (όπως επεσήμανε ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος), δείχνουν την άκρατη επεκτατική πολιτική της Τουρκίας και την καθιστούν υπεύθυνη για την αντιπαλότητα που υπάρχει. Αναγνωρίζοντας ως μόνα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, παραβλέπει το κρίσιμο ζήτημα του Σκοπιανού και της Βορείου Ηπείρου.
Σχετικά με τις αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ (που θεωρεί ανεπαρκές το 2% του ΑΕΠ), τονίζει ότι οι δαπάνες προσανατολίζονται σε μια ρώσικη απειλή, ενώ για εμάς ορίζονται αναφορικά με την τούρκικη απειλή. Και αυτό συνιστά σημείο απόκλισης, που αφορά δική μας προτεραιότητα· ούτε δυτική, ούτε ΝΑΤΟϊκή. Η πρώτη βαρυσήμαντη εξαγωγή συμπεράσματος από την ανωτέρω δήλωση είναι η παραδοχή της τούρκικης απειλής, παρά την διατυμπάνιση περί φιλικότητας από την ελληνική κυβέρνηση. Δεύτερο συμπέρασμα, ότι παρά τη στρατιωτική-αμυντική φύση του ΝΑΤΟ, οι δαπάνες των κρατών-μελών είναι εθνικές και καθορίζονται από την αμυντική δύναμη του εχθρού. Υπάρχει αντίφαση στο παραπάνω συμπέρασμα, καθώς ενώ η ίδια η βορειοατλαντική συμμαχία στρέφεται εναντίον μίας συγκεκριμένης δύναμης, αυτή δεν συνιστά κατ’ ανάγκη απειλή για όλα τα κράτη-μέλη. Αν τα ελληνοτουρκικά χρήζουν μονομερούς αντιμετώπισης, το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με τα ρωσοουκρανικά προβλήματα, τα οποία δεν αφορούν πρόβλημα του ΝΑΤΟ. Παρόλα αυτά, ενισχύσαμε την Ουκρανία εναντίον μιας χώρας με την οποία διατηρούσαμε καλές σχέσεις, αποκτώντας έναν επιπλέον αντίπαλο. Και ακόμα, ο ίδιος ο εχθρός μας είναι ενταγμένος και αυτός στο ΝΑΤΟ, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια ένταξής του και στην Ε.Ε., αποτυπώνοντας την παραφροσύνη που διέπει το πολιτικό σύστημα.
Μια από τις τελευταίες κουβέντες του κ. Βενιζέλου αφορούσε στην επέκταση των θαλάσσιων ζωνών και των χωρικών υδάτων, τα οποία ενώ στην αρχή τα περιγράφει ως μείζονα, στη συνέχεια τα μεταθέτει σε δεύτερη μοίρα λέγοντας ότι “όλο αυτό το σκηνικό είναι ένα από τα πολλά κεφάλαια της διεθνούς κατάστασης, της περιφερειακής κατάστασης και θα έλεγα ότι δεν μπορεί να εστιάζουμε μόνο σε αυτά, παρότι αυτά είναι για εμάς τα ζωτικά”. Αν ζητήματα που αφορούν στην εθνική μας κυριαρχία και τα δικαιώματά της δεν είναι τα πρώτα που πρέπει να επιλυθούν ώστε να προσδώσουν στη χώρα μας δυναμική παρουσία, πώς θα καταφέρουμε ως κράτος να αποτελέσουμε μοχλό σταθερότητας και ασφάλειας σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο; Πώς είμαστε σε θέση να επιβάλουμε τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, όπως ισχυρίζεται ο κ. Γεραπετρίτης, ενώ αμφιταλαντευόμαστε στις προτεραιότητες που πρέπει να θέσουμε και αντιμετωπίζουμε με δυο μέτρα και δυο σταθμά τα εθνικά ζητήματα; Ας μας πουν ξεκάθαρα πότε υπερισχύει το Εθνικό και πότε το Διεθνές Δίκαιο.
Τελευταίος έλαβε τον λόγο ο Νίκος Κοτζιάς, που επισημαίνοντας τους κινδύνους που διατρέχουν την ευρύτερη γειτονιά μας (επέμβαση Ρωσίας στην Ουκρανία, αποσταθεροποίηση Βοσνίας, σύγκρουση στη Μ. Ανατολή), πρότεινε την κυβέρνηση να επανέλθει στις πρωτοβουλίες και δράσεις που ο ίδιος είχε λάβει επί θητείας του, όπως τις συμφωνίες με κράτη του αραβικού κόσμου και την πρωτοβουλία για προστασία των θρησκευτικών και πολιτισμικών μειονοτήτων στη Μ. Ανατολή. Για τα ελληνοτουρκικά είπε χαρακτηριστικά ότι όταν παγώνουν οι σχέσεις με την Τουρκία, μεγαλώνει η επιθετικότητά της. Συμπεραίνουμε εύκολα ότι δε γίνεται να λογίζεται πραγματική φίλη μια χώρα που όταν την αφήνεις ανεξέλεγκτη και δεν ασκείς εξωτερική πολιτική απέναντί της αυτή διεκδικεί ασύστολα. Αυτό την καθιστά επικίνδυνη. Και αυτό είναι το τίμημα της μετριοπάθειας με την οποία αντιμετωπίζει η ελληνική πλευρά τις αξιώσεις και προκλήσεις των Τούρκων, και της συνδιαλλαγής μαζί τους χωρίς να θέσουμε προϋποθέσεις, με ένα casus belli να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας. Κατηγόρησε την κυβέρνηση για έλλειμμα στη διπλωματία, καθώς δεν αξιοποιεί κάποιες εμπειρίες και δε θέτει όρους για τον καθορισμό της αιγιαλίτιδας ζώνης. Αναλογιζόμενοι την κατάπτυστη Συμφωνία των Πρεσπών επί θητείας του, τις «Πρέσπες του Αιγαίου» που πρότεινε ο Ν. Φίλης και την «θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας» του Α. Τσίπρα, ακόμα και με κατάργηση του casus belli η μειοδοτική πολιτική θεωρείται δεδομένη, οπότε η όποια αξιοποίηση εμπειριών δεν κατοχυρώνει μια θετική έκβαση.
Για τον κ. Κοτζιά, η Τουρκία χρησιμοποιεί τέσσερις βασικές στρατηγικές στις
σχέσεις της με την Ελλάδα:
1) την αναθεωρητική, όπου διεκδικεί σύμφωνα με τα κεκτημένα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την κληρονομιά της οποίας αρνείται όταν η συζήτηση φτάνει στις γενοκτονίες που διέπραξε.
2) την προσπάθεια μετατροπής μας σε μικρό θεσμικό εταίρο, οπότε τις συμφωνίες που κάνουμε μαζί της πρέπει να τις βλέπουμε κάτω από αυτή τη σκοπιά.
3) τη φινλανδοποίηση, όπου για να εξασκήσουμε τα δικαιώματά μας, αυτά πρέπει να γίνονται πρώτα αποδεκτά από εκείνη.
4) την ώθηση σε μια υποχωρητικότητα, όπως με την παράνομη σύναψη του τουρκολιβυκού μνημονίου, όπου αντί να απαντήσουμε με επέκταση των χωρικών μας υδάτων ή με αποπομπή της Λιβύης στα διεθνή δικαστήρια όπως έχουν κάνει και άλλες χώρες, αφήνουμε την κατάσταση να υφίσταται και έτσι η Τουρκία εξασκεί τέτοιου είδους δικαιώματα.
Με την επισήμανση των τεσσάρων αυτών σημείων, υποδεικνύει στην κυβέρνηση τους λάθος χειρισμούς που εφαρμόζει στην εξωτερική πολιτική, με συνέπεια την απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων και απομείωση του κύρους της χώρας μας σε διεθνές επίπεδο. Η Τουρκία επειδή βρίσκει εύφορο το διεφθαρμένο πολιτικό έδαφος της Ελλάδας, εκμεταλλεύεται ακόμα και τα απομεινάρια μιας αυτοκρατορίας που άφησε έντονο το αποτύπωμα επάνω μας σε διάφορα επίπεδα, ενώ εμείς που αποδεδειγμένα έχουμε παρελθόν που χάνεται στα βάθη των αιώνων επί των σημερινών τούρκικων εδαφών, δεν το αντιπαραβάλλουμε για να ανακόψουμε τα παράλογα αιτήματά της. Για το Κυπριακό επεσήμανε ότι παρά τις χαμένες ευκαιρίες, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα κέρδη, δηλαδή την ένταξη στην Ε.Ε. και τις συμφωνίες για την ΑΟΖ. Όσο για το τι πιστεύει ότι χάθηκε στη διαδρομή των ετών, είναι η χωρίς ανταπόκριση υποχωρήσεις. Αποτελεί παραδοξότητα πώς ένα κράτος υπό κατοχή κατάφερε και εισχώρησε στην Ε.Ε. και αυτό το «επίτευγμα» αποκαλείται κέρδος. Στο θέμα της ΑΟΖ ας σταθούμε στο ότι οι συμφωνίες που υπεγράφησαν δεν περιλαμβάνουν την Ελλάδα. Και δεν είμαστε μακρυά από τη στιγμή που οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μ. Ανατολή, και ειδικά η κατάληψη της Συρίας από Ισλαμιστές, θα επιτρέψει ανοιχτά στην Τουρκία να αμφισβητήσει τις ΑΟΖ αυτές συνάπτοντας, όπως ακούγεται, ένα ακόμα παράνομο μνημόνιο, αυτή τη φορά με τη Συρία. Όπως αμφισβήτησε κάποτε διά στόματος του νυν Γ.Γ. του ΟΑΣΕ τη Συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου.
Η μεγαλύτερη ομολογία όμως ήταν ότι έγιναν πολλές υποχωρήσεις (δεν κατονομάστηκαν) που δεν απέφεραν αποτέλεσμα, και επιβεβαιώνουν ότι η εξωτερική μας πολιτική και δεν ακολουθεί αυτό που έθεσε ως πρότυπο ο Ευ. Βενιζέλος, δηλαδή να είναι ιστορική και όχι συγκυριακή, και υποτιμάει, κατά το φαίνεσθαι τουλάχιστον, έναν δυνατό και επίδοξο αντίπαλο. Οπότε καταρρίπτεται ο ισχυρισμός του κ. Γεραπετρίτη ότι «ο διάλογος δε σημαίνει απαραίτητα και υποχωρήσεις», διότι όταν μιλάς με τέτοιον αντίπαλο, πρέπει να μιλάς με τη δική του γλώσσα, και εμείς μόνο συνδιαλεγόμαστε. Η Τουρκία δεν έκρυψε ποτέ τις βλέψεις της, τις αποκαλύπτει δημόσια, έδειξε ότι ξέρει καλά και τη δική της και τη δική μας ιστορία, γνωρίζει να εκμεταλλεύεται ευκαιρίες και να διαμορφώνει το πολιτικό γίγνεσθαι και να χαράσσει εξωτερική πολιτική ερμηνεύοντας το Διεθνές Δίκαιο όπως τη συμφέρει. Παρά τις σπόντες που πετούσε ο κ. Κοτζιάς καθόλη τη διάρκεια της συνεδρίας για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τις εκφράσεις εκνευρισμού στο πρόσωπο του κ. Γεραπετρίτη, το κλίμα ήταν σε γενικές γραμμές ελαφρύ ανάμεσα στους τρεις συνομιλητές. Εμφανή αναστάτωση προκάλεσε η επισήμανση του κ. Κοτζιά στον κ. Γεραπετρίτη ότι επειδή είναι ικανοποιημένος με την πολιτική που ασκεί, ούτε κριτική μπορεί να δεχτεί, ούτε κριτικά ούτε αυτοκριτικά μπορεί να σκεφτεί αυτό που κάνει, αλλά δεν το κάνει από κακή προαίρεση, αλλά ίσως από έλλειψη πείρας ή γνώσης στο πρόβλημα, με τον ΥΠΕΞ να χαμογελάει ειρωνικά και να αναφωνεί: «έλεος!». Παρόλο που ο ΥΠΕΞ επί ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να «αδειάζει» τον Γεραπετρίτη, στην πραγματικότητα τον «ξέπλυνε», αφού καταλόγισε όλες τις αστοχίες και αποτυχίες στην έλλειψη πείρας ή γνώσης. Προσπάθησε να δείξει και υπεροχή διπλωματικής ικανότητας κάνοντας υποδείξεις.
Το συμπέρασμα που αποκόμιζε ο ακροατής ήταν η προσπάθεια νομιμοποίησης της ανθελληνικής μεταπολιτευτικής εξωτερικής πολιτικής. Από κανέναν δεν αποτυπώθηκε με ευκρίνεια το βάθος της πολιτικής παθογένειας και η σοβαρότητα των υποχωρήσεων που έγιναν σε βάθος πεντηκονταετίας από όλες τις κυβερνήσεις και την αβεβαιότητα που αυτές προκαλούν σε μέλλοντα χρόνο για όποιες διεκδικήσεις από πλευράς μας. Οι τοποθετήσεις κατέστησαν σαφές ότι ο πραγματικός αντίπαλος της Ελλάδας είναι εντός των πυλών της, και δεν είναι άλλος από την ίδια τη Μεταπολίτευση, δηλαδή τα πρόσωπα που την υπηρετούν.
Από το Γραφείο Τύπου