Θα έπρεπε, πιστεύω, να διευκρινιστούν πρώτα το περιβάλλον και οι συνθήκες στις οποίες ζει η β/ηπειρωτική κοινότητα. Κατ’ αρχήν δεν πρόκειται για μία κοινότητα αλλά για δύο – την “απ’ εδώ” και την “απ’ εκεί”. Αλλα τα βιώματα της μίας και άλλα της άλλης. Η “απ’ εκεί” αντιμετωπίζει εδώ και 112 περίπου χρόνια τον αλβανικό εθνικισμό ο οποίος δεν την αναγνωρίζει, την θεωρεί ξένο σώμα και όργανο του ελληνικού εθνικισμού. Στην πραγματικότητα, είναι οι αλβανικές διώξεις που δημιούργησαν την απ’ εδώ κοινότητα.
Σύμφωνα με την αλβανική οπτική γωνία, οι β/ηπειρώτες που ζουν στο αλβανικό κράτος αποτελούν το όχημα μέσω του οποίου το ελληνικό κράτος επιδιώκει τον εδαφικό ακρωτηριασμό του πρώτου. Αλλωστε, σύμφωνα με τον αλβανικό εθνικό μύθο, οι β/ηπειρώτες δεν είναι Ελληνες αλλά νοτιοαλβανοί, επηρεασμένοι, λόγω ιστορικών συνθηκών και γεωγραφικής εγγύτητος, από την ελληνική πολιτιστική διείσδυση. Ειναι δηλ. κατ’ ουσίαν “εξωμότες” οι οποίοι είτε πρέπει να επαναλβανιστούν είτε να εκδιωχθούν από τα αλβανικά χώματα.
Στο πλαίσιο αυτό, κατά παράβαση όλων των διεθνών κανόνων, ο αλβανικός κρατικός μηχανισμός ασκεί ασφυκτική πίεση επί της μειονότητος και οι μυστικές του υπηρεσίες διαβρώνουν συστηματικά οποιαδήποτε β/ηπειρωτική οργανωτική προσπάθεια. Η Αλβανία, κατάφερε εξάλλου να επιβάλλει σε μία άχρωμη, αδιάφορη και άνευρη Ελλάδα τις απόψεις της για τις λεγόμενες “μειονοτικές ζώνες”, περιορίζοντας έτσι την Β. Ηπειρο σε 100 χωριά πέριξ του Αργυροκάστρου. Κορυτσά, Λεσκοβίκι και Πρεμετή τέλος! Την περίοδο της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα και ιδίως μετά την παπανδρεϊκή εποχή(1996 έως σήμερα) οι Αλβανοί θεώρησαν ότι το ελληνικό πολιτικό προσωπικό έχει αποδεχθεί τις απόψεις τους επί του ζητήματος και δεν πρόκειται να αντιδράσει σε καμία ενέργειά τους εις βάρος της μειονότητος εφόσον η Ελλάδα επιθυμεί να κλείσει σιωπηρά το θέμα. Σε όλα αυτά τα προβλήματα, θα πρέπει να προστεθούν τα πανάρχαια ελαττώματα της φυλής μας, ο αρχηγισμός και η φιλοχρηματία.
Βλέπουμε έτσι μειονοτικούς να γίνονται τυφλά όργανα των αλβανικών κυβερνήσεων και την μειονοτική οργάνωση ΟΜΟΝΟΙΑ, να καθίσταται όργανο ενός πολιτικού φορέα (ΚΕΑΔ) και όμηρος των επιδιώξεων του αρχηγού του ενώ το αντίθετο θα έπρεπε να συμβαίνει. Η απροθυμία μεταβολής και εκσυγχρονισμού του καταστατικού της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, εμπνευσμένου από τα επί κομμουνιστικού καθεστώτος πρότυπα, ευνοεί τον έλεγχο των προσώπων, την απομαζικοποίηση της οργάνωσης και το καπέλωμά της από τον υποτιθέμενο πολιτικό της φορέα. Οι από Ελλάδος παρεμβάσεις, συνήθως αβασάνιστες και για το θεαθήναι, αποδεικνύονται μόνο ζημιογόνες και καταλήγουν στη διαιώνιση των προβλημάτων.
Η Αθήνα αρνείται επίμονα να ενσκήψει στο “βορειοηπειρωτικό” και επιδιώκει να το αποσείσει από την πλάτη της υποβοηθώντας από το παρασκήνιο όλες τις αλβανικές πρωτοβουλίες για την εξάλειψή του. Η ελληνική στάση στις περιπτώσεις Κατσίφα και Μπελέρη είναι χαρακτηριστική.
Περνάμε έτσι στην απ’ εδώ β/ηπειρωτική κοινότητα, διαχρονικό δημιούργημα των αλβανικών διώξεων. Μέχρι το 1991, η αδυναμία ή απροθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων να ασχοληθούν με το ζήτημα, δεν επέτρεψε την δημιουργία φορέων με εθνικό προσανατολισμό.Μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” στην Αλβανία, το ελληνικό πολιτικό προσωπικό απέφυγε συστηματικά να “σηκώσει” το ζήτημα στα διεθνή fora και μάλιστα εντός της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης ενώ, αντίθετα, στήριξε το αλβανικό κράτος χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Περιφέρει μάλιστα, στο πλαίσιο της ΕΕ, ως πολύτιμο τρόπαιο, το ζήτημα της εντάξεως των Δυτ. Βαλκανίων με πρώτη και καλύτερη την Αλβανία, παντελώς διάτρητη σε θέματα κράτους δικαίου και κοινωνίας των πολιτών. Τα ελληνικά κόμματα, στο εσωτερικό της Ελλάδος, διαγωνίζονταν σε δημαγωγική ρητορική αποσκοπώντας στην απορρόφηση των β/ηπειρωτών στους μηχανισμούς τους. Επεδίωξαν συνειδητά την αποφυγή τριβών με την Αλβανία και εξέτρεψαν τις δραστηριότητες των β/ηπειρωτικών φορέων σε πολιτιστικές εκδηλώσεις χωρίς κανένα εθνικό διεκδικητικό περιεχόμενο.
Επαγρυπνούν δε για να αποφευχθεί κάθε διασύνδεση μεταξύ των εκεί και των εδώ, κάθε οργάνωση κοινού αγώνα, κάθε μορφή διεκδικητικής συνεργασίας. Απέτρεψαν και αποτρέπουν εκδηλώσεις προ της αλβανικής πρεσβείας στην Αθήνα ενώ αποφεύγουν συστηματικά να συμμετάσχουν σε εκδηλώσεις μνήμης ή σε αναφορές στο Πρωτόκολλο της Κερκύρας οι σχέσεις του καθεστώτος Μητσοτάκη με τον σημερινό Αλβανό ΠΘ Ράμα, μόνο αηδία προκαλούν για το μέγεθος του ενδοτισμού απέναντι στον αλβανικό εθνικισμό.
Στην συνεχιζόμενη υπόθεση Μπελέρη, ο Μητσοτάκης, αφού τον χρησιμοποίησε για να μαζέψει β/ηπειρωτικές ψήφους, τον παράτησε στη γωνία σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι ο Μπελέρης δεν κατάφερε να διακρίνει την μητσοτακική υστεροβουλία.Αν θα θέλαμε τώρα, επί τη βάσει των παραπάνω, να συνοψίσουμε τις αιτίες για τις οργανωτικές αδυναμίες των δύο βορειοηπειρωτικών κοινοτήτων, μάλλον προς την Αθήνα και το λεγόμενο “εθνικό κέντρο” θα έπρεπε να στρέψουμε το βλέμμα.
Είναι η Ελλάδα που εθελοτυφλεί στις επιθυμίες και τις ενέργειες των Αλβανών, είναι η Ελλάδα που δεν συμπαρίσταται σε β/ηπειρωτικούς φορείς που εγείρουν το ζήτημα των μειονοτικών δικαιωμάτων σε διεθνείς οργανισμούς, είναι η Ελλάδα που αποτρέπει την οργάνωση των βορειοηπειρωτών σε ένα ισχυρό διεκδικητικό όργανο με σύγχρονους κανονισμούς λειτουργίας, μαζικότητα και διεθνή παρουσία υπό την σκέπη του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών.
Η οποιαδήποτε ΟΜΟΝΟΙΑ, αφενός θα έπρεπε να συγκεντρώνει στις τάξεις της το σύνολο του β/ηπειρωτικού ελληνισμού και αφετέρου θα έπρεπε να εδρεύει εκτός Αλβανίας, ίσως στα Ιωάννινα, αναγκάζοντας τα αλβανικά καθεστώτα να προχωρήσουν σε διάλογο μαζί της. Δυστυχώς, το υποτιθέμενο “εθνικό κέντρο” μόνο εθνικό δεν είναι και παραδίδει αμαχητί στον εχθρό όλα τα εθνικά ζητήματα και τις εθνικές διεκδικήσεις από τη Β. Ηπειρο μέχρι την Κύπρο. Υπηρετεί μόνο “συμμαχικά” συμφέροντα ακολουθώντας μία ακατανόητη, αντεθνική και εθνομηδενιστική εξωτερική πολιτική με τον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό ένα από τα κυριότερα θύματα.
Θεόδωρος Οικονόμου Καμαρινός,
Δπλωμάτης ε. ε., πρώην Γενικός Πρόξενος στην Κορυτσά