Στις 28 Ιουνίου 2015, η Ελλάδα βρέθηκε σε μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές
της σύγχρονης ιστορίας της. Έπειτα από ένα εξάμηνο σκληρών και
ατελέσφορων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, η κυβέρνηση του Αλέξη
Τσίπρα αποφάσισε να κηρύξει τραπεζική αργία και να επιβάλει τα λεγόμενα
capital controls, περιορίζοντας την κίνηση κεφαλαίων. Το αρχικό όριο
αναλήψεων ορίστηκε στα 60 ευρώ ημερησίως ή 420 ευρώ την εβδομάδα, με
αποτέλεσμα να σχηματίζονται μεγάλες ουρές έξω από τις τράπεζες, από
πολίτες που αγωνιούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στις αποταμιεύσεις τους.
Οι εικόνες αυτές έκαναν το γύρο του κόσμου, αντικατοπτρίζοντας την
αβεβαιότητα και την αγωνία που κυριαρχούσαν στη χώρα.
Η επιβολή των capital controls ήταν το αποκορύφωμα μιας σειράς γεγονότων
που ξεκίνησαν από την εκλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. τον
Ιανουάριο του 2015. Ο Συνασπισμός των δύο αυτών κομμάτων ανέλαβε την
εξουσία με την υπόσχεση να τερματίσει τις πολιτικές λιτότητας που είχαν
επιβληθεί στην Ελλάδα από την τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ, ΕΚΤ), ή
όπως λαϊκίστικά αναφερόταν τότε, να, «σκίσει τα μνημόνια με νόμο και ένα
άρθρο». Ωστόσο, η νέα κυβέρνηση δεν είχε σαφές και ρεαλιστικό σχέδιο για
το πώς θα διαπραγματευτεί με τους δανειστές, ούτε για το πώς θα
εξασφαλίσει την ομαλή χρηματοδότηση της χώρας.
Οι διαπραγματεύσεις αποδείχθηκαν δύσκολες και οι διαφωνίες μεταξύ των
δύο πλευρών αυξάνονταν. Οι δανειστές απαιτούσαν συνέχιση των
μεταρρυθμίσεων και της λιτότητας, ενώ η κυβέρνηση Τσίπρα αρνούνταν να
υποχωρήσει. Το αδιέξοδο αυτό οδήγησε σε τεράστια εκροή καταθέσεων από
τις ελληνικές τράπεζες, υπονομεύοντας την ήδη εύθραυστη οικονομία της
χώρας.
Μπροστά στο αδιέξοδο, ο Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε δημοψήφισμα για τις 5
Ιουλίου 2015, καλώντας τον ελληνικό λαό να αποφασίσει αν θα δεχτεί τους
όρους των δανειστών. Η απόφαση αυτή πυροδότησε ακόμα μεγαλύτερη
αβεβαιότητα και πανικό στις αγορές, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να κλείσουν
για να αποτραπεί η πλήρης κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν ένα ηχηρό “ΟΧΙ” στους όρους των
δανειστών, με ποσοστό 61,3%. Παρ’ όλα αυτά, με ένα παρασκήνιο το οποίο
παραμένει σκιώδες ακόμη και σήμερα, η κυβέρνηση τελικά έπραξε το αντίθετο
από τη βούληση του λαού, και αποδέχθηκε ένα νέο μνημόνιο με ακόμα πιο
αυστηρούς όρους.
Η επιβολή των capital controls είχε βαθύ αντίκτυπο στην ελληνική κοινωνίακαι οικονομία. Οι επιχειρήσεις δυσκολεύονταν να πληρώσουν προμηθευτές και να εισάγουν αγαθά, οδηγώντας σε ελλείψεις και αύξηση τιμών. Οι πολίτες ζούσαν με την αβεβαιότητα για το αν θα μπορούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.
Οι συνταξιούχοι, ιδιαίτερα, βρέθηκαν σε απόγνωση καθώς δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στις συντάξεις τους.
Παρά την άρση των capital controls το 2019, τέσσερα χρόνια μετά, οι
συνέπειες αυτής της περιόδου εξακολουθούν να επηρεάζουν την ελληνική
οικονομία και κοινωνία ακόμη και σήμερα.
Η εμπειρία αυτή ανέδειξε έτι περεταίρω την ανάγκη για ένα σαφές πολιτικό
σχέδιο για την αναγέννηση και επαναθεμελίωση των θεσμών της χώρας, για
ένα κράτος αυτόνομο, με σταθερότητα και αξιοπιστία, κάτι που η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. απέτυχε παταγωδώς.
Η επιβολή των capital controls στις 28 Ιουνίου 2015 παραμένει στη συλλογική
μνήμη ως μια δραματική στιγμή στην ιστορία της Ελλάδας, μια υπενθύμιση
των κινδύνων που ελλοχεύουν όταν οι πολιτικές αποφάσεις δεν συνοδεύονται
από ρεαλιστικά και βιώσιμα σχέδια.
Χρήστος Πάνος – Μέλος του
Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού – Πρώτα η Ελλάδα