Στις 23 Ιουνίου 1996 πέθανε ο Ανδρέας Παπανδρέου, πολιτικός λαοπρόβλητος και λαοφιλής από τη μια, λαομίσητος και αντιπαθής από την άλλη. Ο καταγραφείς πλέον ως “Αντρέας” στην λαϊκή μνήμη, φαίνεται ότι είχε ως μόνο πραγματικό εχθρό τον εαυτό του. Ως χαρακτήρας, υπήρξε “σαρδανάπαλος” και έτοιμος να υποκύψει σε κάθε πειρασμό. Είναι η “τρυφηλότης του βίου” η οποία τον οδήγησε τελικά σε πρόωρο θάνατο – τουλάχιστον έναντι του μεγάλου του αντιπάλου Κων. Καραμανλή Α’.
Οι προσωπικές αδυναμίες του Αντρέα υπερκέρασαν τελικά τις ικανότητές του σε πολιτικό και ηγετικό επίπεδο και έθεσαν τη χώρα σε τροχιά οικονομικής και ηθικής χρεωκοπίας. Υπήρξε εν ολίγοις δέσμιος των παθών του. Δεν πιστεύω όμως ότι μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τις μεγάλες ηγετικές του ικανότητες. Μεταξύ των ξένων ηγετών της εποχής του, ιδίως των Ευρωπαίων – που δεν ήταν πολιτικοί νάνοι τύπου Τζόνσον, Σολτς και Μακρόν – υπήρχε πηγαίος σεβασμός προς τον Παπανδρέου.
Η φωνή του – το “ειδικό του βάρος” αν θέλετε – εντός και εκτός ΕΕ ήταν πολύ πιο δυνατή από το μέγεθος και τις δυνατότητες της χώρας. Ίσως η Ιστορία τον χαρακτηρίσει μεγάλο ηγέτη με μεγάλες προσωπικές ανεπάρκειες. Μπορούσε όμως να αμφισβητεί ευθέως τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ιδίως τον Στόλτενμπεργκ της εποχής του, τον διαβόητο εν Ελλάδι Λουνς, τον οποίο είχε αντικρούσει πολλές φορές σε πολύ ψηλούς τόνους. Μπορούσε να απειλεί την Τουρκία με πόλεμο και να την υποχρεώνει σε αναδίπλωση όπως τον Μάρτιο 1987.
Ακόμη και αν διέπραξε μεγάλο λάθος στο Νταβός το 1988 – για το οποίο ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη(“mea culpa”) – προωθούσε ανεπιφύλακτα το ιδεολόγημά του περί “εθνικής ανεξαρτησίας” ως μέρους του γνωστού συνθηματικού του τριπτύχου. Ο Αντρέας υπήρξε ο τελευταίος ηγέτης ο οποίος κατέλαβε τον πρωθυπουργικό θώκο στη χώρα και ο προτελευταίος της ηγέτης γενικώς, λαμβανομένου υπόψιν και του μακαριστού Χριστοδούλου.
Προσωπικά, τον περίμενα μαζί με ένα συμμαθητή μου, μόλις 14χρονοι το 1974, να κατέβει από το αεροπλάνο. Μετά μεγάλη πορεία, διαφώνησα με το ΠΑΣΟΚ το 1983 και – ως εσωκομματική αντιπολίτευση – διεγράφην το 1985. Τα νέα του θανάτου του με βρήκαν στο Βουκουρέστι. Δάκρυσα, όπως διεπίστωσα ότι δάκρυσαν οι περισσότεροι Έλληνες, ακόμη και οι φανατικοί εχθροί του. Τα δάκρυα αυτά, αυθόρμητα και αβίαστα, δεν ήταν παρά η εκδήλωση του εθνικού ενστίκτου απέναντι στην απώλεια ενός εθνικού ηγέτη.
Τα ίδια είχαν γίνει με το Βενιζέλο το 1936 και τον Μεταξά το 1941. Πιστεύω ότι έτσι θα καταγραφεί και ο “Αντρέας” στην ιστορική μνήμη, όταν θα έχει ξεθωριάσει ο απόηχος των λαθών και των ανεπαρκειών του και θα έχει μείνει μόνο η εικόνα του με “ζιβάγκο” να μοιράζει ελπίδες στο λαό και να τον ξεσηκώνει στην πλατεία Συντάγματος…
Θεόδωρος Οικονόμου Καμαρινός,
Διπλωμάτης ε. ε., πρώην Γενικός Πρόξενος στην Κορυτσά