Καλό είναι τέτοιες μέρες περισυλλογής, μια που διανύουμε περίοδο Μεγάλης Σαρακοστής, να αποτίσουμε με τη σκέψη μας κι όχι με τυμπανοκρουσίες και φαναφαρονισμούς, φόρο τιμής σ’ αυτούς που θυσίασαν τα πάντα για να μπορούμε εμείς να ζούμε ελεύθεροι (το αν παραμείναμε, είναι μια άλλη κουβέντα). Θα πρέπει να ζητήσουμε μια συγνώμη από αυτούς που ενώ είχαν το όραμα μιας ελεύθερης πατρίδας, η πατρίδα τους γύρισε την πλάτη. Κι όταν λέμε πατρίδα, εννοούμε το επίσημο ελληνικό κράτος.
Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά. Εν μέσω γενικού ξεσηκωμού το 1823, η επιτροπή αγώνα στέλνει αντιπροσωπεία στην Αγγλία για την υπογραφή σύμβασης ανάληψης δανείου ύψους 800.000 αγγλικών λιρών για τις ανάγκες της επανάστασης. Εκτός από τους βαρείς όρους της σύμβασης (ρίσκο αποπληρωμής, παρακρατήσεις τοκοχρεωλυσίων για δυο χρόνια, προμήθειες επί προμηθειών, αμοιβές νομικών, τραπεζικών κ.ο.κ.), είχαμε και την εγχώρια βιομηχανία «διαρροών», με αποτέλεσμα ενώ το καθαρό ποσό που εκταμιεύτηκε να ανέρχεται στο ποσό
των 472.000 λιρών, στα ταμεία της επανάστασης να φτάνουν περίπου 220.000. Η προμήθεια, της ρεμούλας, την μίζα, ώ ελληνικό κράτος… σε όλες τις πτώσεις γραμματικής. Σημειωτέον ότι το δάνειο αυτό αποπληρώθηκε πριν από λίγα χρόνια…
Ας πάμε σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Και ξεκινάμε με τον αρχιστράτηγο της επανάστασης Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μαζί με τον ξάδερφό του Πλαπούτα οδηγούνται σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας επειδή στα σπίτια τους βρέθηκαν όπλα (τα κειμήλια του αγώνα τους) διότι, λέει, ετοίμαζαν εξέγερση κατά του Όθωνα. Οι Βαυαροί αντιβασιλείς με την υποστήριξη του υπουργού Δικαιοσύνης Σχινά, ζητούν τα κεφάλια των ανθρώπων που οδήγησαν στη λύτρωση τον σκλαβωμένο Έλληνα. Στην παρωδία δίκης που ακολουθεί, τρεις από τους πέντε δικαστές συνηγορούν στην εσχάτη των ποινών και μόνο οι Τερτσέτης και Πολυζωίδης στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και τιμούν με τη στάση τους το δικαστικό σώμα, ακόμη και υπό την απειλή της λόγχης των φρουρών. Ευτυχώς που ο Όθωνας τελικά απένειμε χάρη στους δύο οπλαρχηγούς. Οι πολιτικοί χαρτογιακάδες εναντίον των λατρεμένων ηρώων του λαού.
Ένας άλλος συγγενής του Κολοκοτρώνη ο ανιψιός του ο Νικηταράς έμεινε στην ιστορία για την γενναιότητά του και μάλιστα στη μάχη στα Δερβενάκια λέγεται ότι έσπασε τρία σπαθιά και στο τέλος το τέταρτο δεν μπορούσε να φύγει από το χέρι του γιατί είχε πάθει αγκύλωση από την ορμή και το πάθος. Κι ενώ η γνήσια αυτή ελληνική ψυχή γνώρισε τη δόξα στα πεδία των μαχών, οι Βαυαροί έκαναν και πάλι το «καθήκον» τους. Μετά την απελευθέρωση συνελήφθη δύο φορές για υποκίνηση (κι αυτός, τι ειρωνεία) εξέγερσης εναντίον του Όθωνα. Οι ελεεινοί κυβερνώντες έφτασαν στο σημείο να του προτείνουν να δολοφονήσει ακόμη και τον άλλο αγωνιστή, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο εισπράττοντας τον χλευασμό του. Όταν στο τέλος βγήκε από τη φυλακή καταρρακωμένος, αδύναμος από την κακομεταχείριση και το ξύλο, με μηδαμινή όραση, δεν μπόρεσε ποτέ να επανέλθει. Με ειδική άδεια του ελληνικού κράτους μπορούσε να κάθεται στο πεζούλι της εκκλησίας με απλωμένο χέρι ζητώντας την ελεημοσύνη των συνανθρώπων του. Αυτός που ήταν ο εφιάλτης των Τούρκων είχε καταντήσει σκιά του ένδοξου εαυτού του. Μόλις το 1843 με την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα του δόθηκε τιμής ένεκεν μια πενιχρή σύνταξη αφού του απονεμήθηκε ο βαθμός του αντιστρατήγου. Τελευταία του επιθυμία πριν πεθάνει ήταν να ταφεί δίπλα στον θείο του τον Κολοκοτρώνη. Μια ζωή διανθισμένη από το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής.
Ο δε προαναφερθείς Οδυσσέας Ανδρούτσος μια άλλη άσβεστη φλόγα πάθους για την ελευθερία, το λιοντάρι της Ρούμελης όπως έμεινε στην Ιστορία, ακριβώς λόγω των συνεχών τριβών και συγκρούσεών του με διάφορες πολιτικές φυσιογνωμίες της εποχής, φυλακίστηκε κι αυτός με τη σειρά του. Όταν βγήκε, τυφλωμένος από το μίσος, προσέγγισε τους Τούρκους συνεργαζόμενος μαζί τους. Σύντομα αντελήφθη το λάθος του και παραδόθηκε στο πρωτοπαλίκαρό του τον Γκούρα. Ξαναφυλακίστηκε αλλά αυτή τη φορά ζήτησε ο Κωλέττης από τον Γκούρα να τον δολοφονήσει μέσα στη φυλακή, όπως και έγινε. Κατόπιν το άψυχο κορμί του πετάχτηκε από τον βράχο της Ακρόπολης, για να μπορούν οι δολοφόνοι του να υποστηρίξουν ότι σκοτώθηκε κατά την προσπάθεια του να αποδράσει. Αυτό ίσχυε επίσημα έως το 1863 όταν ο φρουρός που φυλούσε σκοπιά τη μοιραία βραδιά της δολοφονίας, εξομολογήθηκε σε γνωστό του δικηγόρο ότι τελικά τον Ανδρούτσο τον δολοφόνησαν. Για 38 ολόκληρα χρόνια, από το 1825 έως το 1863 το ψέμα κυριαρχούσε, με ηθικούς αυτουργούς τους πολιτικούς και τα πρόθυμα τσιράκια τους.
Ας περάσουμε και στις ηρωίδες της επανάστασης αρχίζοντας με την επονομαζόμενη και θηλυκό Κολοκοτρώνη, τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Η τραγική της ιστορία περιλαμβάνει δυο νεκρούς συζύγους, ένα γιο νεκρό στο πεδίο της μάχης (τον οποίο έψαχνε ανάμεσα στους νεκρούς γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι τον έχουν αποκεφαλίσει κιόλας) και μια τεράστια περιουσία από τον δεύτερο σύζυγό της την οποία διέθεσε ολόκληρη στον αγώνα. Και πάλι, αντί αναγνωρίσεως, έτυχε της ίδιας μοίρας με τους προηγούμενους, αφού εξορίστηκε στις Σπέτσες, λόγω της συγγένειάς της (συμπεθεριό) με τον Κολοκοτρώνη κι αφού ο τελευταίος είχε φυλακιστεί. Το τέλος της ήταν ακόμη πιο άδοξο γιατί δολοφονήθηκε, άγνωστο από ποιον μόνο εικασίες υπάρχουν, στο μπαλκόνι του σπιτιού της υπερασπιζόμενη την κοπέλα του γιού της από τους γονείς της που δεν ήθελαν το γάμο της κόρης τους με το γιο της Μπουμπουλίνας. Το ελληνικό κράτος έδειξε και πάλι τη «μεγαλοψυχία» του μην ασκώντας καμία δίωξη εναντίον του φονιά της, μόνο και μόνο επειδή ανήκε σε αντίπαλη παράταξη από την κυβέρνηση ή, κατά άλλους, επειδή πρόσβαλε την τιμή της οικογένειας της κοπέλας.
Η ιστορία της Μαντούς Μαυρογένους διανθίζεται κι από πολιτική και ερωτική ίντριγκα. Με βάση τη Μύκονο ξεκινά τον επαναστατικό αγώνα με «όπλο» την τεράστια περιουσία της ενώ παράλληλα συνάπτει ερωτική σχέση με τον Δημήτριο Υψηλάντη η οποία προκαλεί αναταραχή στα κυβερνητικά κλιμάκια γιατί θεωρήθηκε ότι δημιουργείται μια επικίνδυνη κατάσταση, λόγω των φιλορωσικών αισθημάτων των δύο ισχυρών οικογενειών τους. Έτσι ο Κωλέττης σπέρνει φήμες για το κατά πόσο η Μαντώ παρέμενε πιστή στον Υψηλάντη με αποτέλεσμα ο έρωτας να μετατραπεί σε τυφλό μίσος, έως τη στιγμή της κηδείας του
Υψηλάντη όπου τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία σαν μαυροφορεμένη «ανύπαντρη χήρα». Έχοντας χάσει όλη της την περιουσία, προσπαθεί να πάρει ένα σπίτι σε δημοπρασία, κι ενώ την κερδίζει, η δημοπρασία ακυρώνεται, παίρνει άλλος το σπίτι αλλά τα χρήματά της δεν επιστρέφονται ποτέ. Έτσι, πάμφτωχη, πέθανε το 1840 από τυφοειδή πυρετό. Ιστορική όμως έμεινε η απάντησή της σε έναν κρατικό υπάλληλο, όταν ζήτησε από το κράτος μια μικρή σύνταξη για να περάσει αξιοπρεπώς τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Όταν λοιπόν ο υπάλληλος τη ρώτησε «Και τι προσφέρατε εσείς για την επανάσταση;» αυτή απάντησε περήφανα «Τίποτα».
Αυτές είναι οι ιστορίες αποτελούν ένα ελάχιστο δείγμα για το πώς συμπεριφέρθηκε το επίσημο ελληνικό κράτος σ’ όλους αυτούς που έδωσαν οικογένειες, περιουσίες, ψυχή και αίμα για να δουν την πατρίδα μας να ξεφεύγει από τα δεσμά του κατακτητή. Μπορεί να μην κέρδισαν χρήματα αλλά η μεγαλύτερη ανταμοιβή τους ίσως να ήταν το ότι είδαν την Ελλάδα ελεύθερη μετά από 400 χρόνια κι έτυχαν της αναγνώρισης και της τιμής του απλού Έλληνα. Αλλά επίσης μας διδάσκουν για το ποιοι έδωσαν τη ζωή τους για να κερδηθεί η ελευθερία και ποιοι την εκμεταλλεύτηκαν. Δυστυχώς, 200 χρόνια μετά η Ιστορία μας καλεί να διαλέξουμε και πάλι με ποια πλευρά θα συνταχθούμε. Πρέπει επιτέλους κάποια στιγμή ηγεσία και λαός ενωμένοι και μονοιασμένοι να οδηγήσουν την Ελλάδα εκεί που της αξίζει.
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, ίσως γιατί ποτέ δεν την άφησαν να ζήσει…
Σωτήρης Μάκιος – Μέλος του
Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού – Πρώτα η Ελλάδα