9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ: ημέρα μνήμης του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού αλλά και παγκόσμια ημέρα της ελληνικής γλώσσας, μιας γλώσσας που δεν χάθηκε στο διάβα των αιώνων παρόλο που το ελληνικό έδαφος δέχθηκε επιδρομές και καταλήψεις αλλοφύλων. Άντεξε, αντιστάθηκε και επιβίωσε την μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας στηριζόμενη στον ανεκτίμητο συγγραφικό, επιστημονικό, μουσικό και ορθόδοξο χριστιανικό θησαυρό που είχε αποκτήσει τα χρόνια του Βυζαντίου. Καλλιεργήθηκε και προωθήθηκε από τον Ελληνισμό της Διασποράς που ήρθε σε επαφή με τις προοδευτικές ιδέες στην Δύση της οθωμανικής περιόδου και επανασυνδέθηκε με το νήμα της αρχαιοελληνικής παράδοσης, ξεπερνώντας τον κλειστό θρησκευτικό δογματισμό. Μετά την απελευθέρωση του έθνους από τον τουρκικό ζυγό έπρεπε να αποβληθεί καθετί που θα είχε σχέση με τα σχεδόν 400 χρόνια σκλαβιάς. Το γλωσσικό ζήτημα κορυφώθηκε όταν αναζητήθηκε ποια θα είναι η επίσημη γλώσσα που θα εκπροσωπούσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Από την μια η καθαρεύουσα, από την άλλη η δημοτική και στην μέση ένας ταλαίπωρος αναλφάβητος λαός να διχάζεται για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Παρά τις εντάσεις και τις ακρότητες που υπήρξαν με επιπτώσεις τόσο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας όσο και στην πνευματική και πολιτισμική της εξέλιξη, τελικά με την μεταρρύθμιση του 1976 επικράτησε η δημοτική σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους.
Η ελληνική γλώσσα διατηρεί την μοναδικότητά της γιατί πραγματικά είναι αυτόφωτη. Δημιουργήθηκε από Έλληνες αλλά δεν περιορίστηκε στα στενά γεωγραφικά όρια της ελληνικής γης. Απλώθηκε παντού στον κόσμο σκορπίζοντας φως από την λάμψη της. Δεν είναι τυχαίο που οι ξένες γλώσσες
διαθέτουν και χρησιμοποιούν ένα μεγάλο πλήθος ελληνικών λέξεων που αν αυτό αφαιρεθεί, απλά αυτές δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν. Επιπλέον, είναι γνωστό σε όλους οτι σχολεία και πανεπιστήμια του εξωτερικού αναγνωρίζουν και προβάλλουν, μέσω της διδασκαλίας, την αξία των ελληνικών γραμμάτων ακριβώς γιατί με αυτά συντέθηκαν πολλά από τα θεμελιώδη θρησκευτικά, επιστημονικά και φιλοσοφικά κείμενα της παγκόσμιας ιστορίας. Ένας ξένος καθηγητής, ο Στέφεν Ντόιτς, διαπιστώνει έκθαμβος ότι μέσα από τους στίχους του Ομήρου αναδύεται και μουσική και λέει χαρακτηριστικά: «Είναι τόσο έντεχνα συντεθειμένοι, ώστε απολαμβάνοντας την ανάγνωση απολαμβάνεις και την μουσική.» ενώ ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος γράφει:«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν
κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω ελληνικά επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε μεταξύ τους με
μουσική.»
Η ελληνική γλώσσα στην μακραίωνη πορεία της, από την Ομηρική εποχή μέχρι και σήμερα, παρά τις προσπάθειες αφανισμού της, δεν έπαψε να ζει γιατί
και ομιλείται και γράφεται. Μπορεί από την αρχαιότητα κάποιες λέξεις να μην διατηρήθηκαν ατόφιες άλλα έχουν μείνει στην γλώσσα μας μέσω των παραγώγων τους. Μπορεί να λέμε νερό αντί για ύδωρ αλλά λέμε υδροφόρα, υδραγωγείο και αφυδάτωση. Μπορεί να μην χρησιμοποιούμε το ρήμα δέρκομαι (βλέπω) αλλά χρησιμοποιούμε την λέξη οξυδερκής. Μπορεί να μην κάνουμε χρήση της λέξης αυδή (φωνή) αλλά, παρόλα αυτά, λέμε άναυδος και απηύδησα. Επίσης, η ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο. Μόνο αυτή ξεχωρίζει την ζωή από τον βίο, την αγάπη από τον έρωτα ή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον. Είναι ειδική στο να δημιουργεί σύνθετες λέξεις με απίστευτων δυνατοτήτων χρήσεις, πολλαπλασιάζοντας το λεξιλόγιο. Η δύναμη της βρίσκεται στην ικανότητά της να πλάθεται όχι μόνο προθεματικά ή καταληκτικά, αλλά διαφοροποιώντας σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και την ρίζα της λέξης (π.χ. «τρέχω» και «τροχός» παρόλο που είναι από την ίδια οικογένεια αποκλίνουν ελαφρώς στην ρίζα). Ο Γάλλος συγγραφέας Ζακ Λακαρριέρ, έκθαμβος μπροστά σε αυτό το μεγαλείο, έχει δηλώσει σχετικώς «Η Ελληνική γλώσσα έχει το χαρακτηριστικό να προσφέρεται θαυμάσια για την έκφραση όλων των ιεραρχιών με μια απλή εναλλαγή του πρώτου συνθετικού. Αρκεί κανείς να βάλει ένα παν- πρώτο- αρχί- υπέρ- ή μια οποιαδήποτε άλλη πρόθεση μπροστά σε ένα θέμα. Κι αν συνδυάσει κανείς μεταξύ τους αυτά τα προθέματα, παίρνει μια ατελείωτη ποικιλία διαβαθμίσεων.» Είναι αλήθεια ότι μπροστά από μία λέξη μπορούμε να βάλουμε και παραπάνω από μια πρόθεση γιατί αυτές εκφράζουν λεπτότατες
εννοιολογικές αποχρώσεις, οπότε συντιθέμενες με μια λέξη μας δίνουν μεγάλη ακριβολογία. Ακόμα και ο τονισμός δημιουργεί θετική ή αρνητική
έννοια. Παράδειγμα, η λέξη έργον συντιθέμενη με ένα συνθετικὸ αποδίδει ιδιότητα δημιουργώντας την κατάληξη -ουργός. Και εδώ έρχεται πάλι το
μεγαλείο της ελληνικής γλώσσας η οποία προστάζει: εὰν το έργο είναι για το καλὸ των ανθρώπων, τότε τονίζεται η λήγουσα, όπως μελισσουργός, δημιουργός, σιδηρουργός. Όταν όμως είναι προς βλάβη των ανθρώπων, ο τονισμὸς ανεβαίνει στην παραλήγουσα π.χ. κακούργος, πανούργος, ραδιούργος. Τέλος, στα Ελληνικά υπάρχει μία μεγάλη ελευθερία ως προς τον σχηματισμό προτάσεων. Έτσι, μπορούμε να εκφράσουμε καλύτερα τις
σκέψεις μας και τον ψυχικό μας κόσμο. Μπορούμε με τις ίδιες ακριβώς λέξεις και αλλάζοντας απλά την σειρά τους να τονίσουμε διαφορετικά πράγματα.
Επίσης, μπορούμε να μεταβάλλουμε την ηχητική εκφορά της κάθε φράσης, ανάλογα ίσως και με τα συμφραζόμενα, ώστε να παράγεται κάθε φορά το πιο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτή η ιδιότητα της γλώσσας, έχει άμεση επίδραση σε κάτι που αναφέρεται πιο πάνω, στην μουσικότητά της. Ο σπουδαίος σύγχρονος Έλληνας γλωσσολόγος, ο καθηγητής και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Μπαμπινιώτης χαρακτηρίζει την Ελληνική γλώσσα γίγαντα και αναφέρει ότι κύρια χαρακτηριστικά της είναι η τριαδικότητα : γλώσσα-νους-κόσμος. Αυτή καθορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και την ξεχωρίζει από όλες τις άλλες μορφές του ζωικού κόσμου και η γλώσσα συντελεί στην πραγματοποίηση αυτής της ποιοτικής κατάστασης. «Χωρίς την ενέργεια, δηλαδή το ρήμα, δεν υφίσταται λόγος. Χωρίς την πηγή της ενέργειας, δηλαδή το υποκείμενο του ρήματος, δεν μπορεί να τεθεί σε ενέργεια, να λειτουργήσει το ρήμα. Χωρίς τον αποδέκτη της ενέργειας, δηλαδή το αντικείμενο, δεν ολοκληρώνεται η ενέργεια, μένει λειψή. Αυτή είναι η τριαδικότητα της ενέργειας».
Η γλώσσα είναι θησαυρός για τον άνθρωπο γιατί αναδεικνύει τον πολιτισμό, την ιστορία και την ταυτότητά του. Αυτή η πραγματικότητα, όμως, φαίνεται να μην εκφράζει όλους αυτούς που τάχθηκαν να μεταρρυθμίσουν την εκπαίδευση, κυρίως μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974. Στην σημερινή εποχή, η ελληνική γλώσσα κακοποιείται βάναυσα και αυτό έχει να κάνει και με την κατάργηση των αρχαίων ελληνικών, η διδασκαλία των οποίων οξύνει το μυαλό του μαθητή, τον εντάσσει στις έννοιες της πειθαρχίας, του θάρρους και της δημιουργικότητας, του καλλιεργούν το δημοκρατικό φρόνημα και του αναπτύσσουν την πολιτική συνείδηση σε μια κοινωνία καταναλωτική που την χαρακτηρίζει η πνευματική ραθυμία. Εδώ είναι που κάποιος εύλογα
αναρωτιέται πώς γίνεται να υπάρχουν τόσοι ξένοι που με ζήλο και πάθος επιδιώκουν να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά κείμενα και την ελληνική
ιστορία κι εμείς να διερωτόμαστε ακόμα για τις ώρες που θα προσθέσουμε ή θα αφαιρέσουμε στο νέο ωρολόγιο πρόγραμμα και ποιος κλάδος θα δυσαρεστηθεί ή θα ευχαριστηθεί. Ένα άλλο πλήγμα που δέχτηκε η ελληνική γλώσσα σε όλα τα επίπεδα, γραμματικής, συντακτικών δομών και λεξιλογίου ήταν η δια νόμου καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος γραφής, που σήμερα κατάντησε ατονικό. Ήδη, τα περιβόητα «greeklish», δηλαδή οι
ελληνικές λέξεις που γράφονται με λατινικούς χαρακτήρες, τις περισσότερες φορές χωρίς φωνήεντα, κερδίζουν συνεχώς έδαφος στη νεολαία μας. Αυτό συμβαίνει είτε με τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή, είτε του διαδικτύου, είτε ακόμη και μέσω μηνυμάτων στα κινητά τηλέφωνα. Η εισαγωγή, λόγω της παγκοσμιοποίησης, ξενόφερτων στοιχείων στην προφορική και γραπτή επικοινωνία, σε συνδυασμό με την ελλιπή παρεχόμενη γνώση, φτωχαίνει το λεξιλόγιο ποσοτικά και ποιοτικά με αποτέλεσμα οι νέοι να αγνοούν στοιχειώδεις κανόνες ορθογραφίας, να δυσκολεύονται στην έκφραση συναισθημάτων και σκέψεων κάνοντας προβληματική την απόδοσή τους και στα μαθήματα. Στην γλωσσική κρίση μεγάλη είναι και η ευθύνη της οικογένειας . Οι γονείς ενδιαφέρονται μόνο για την επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών τους, αδιαφορώντας για την παιδεία και την συνολική συγκρότηση της προσωπικότητάς τους. Δεν συζητούν μαζί τους και δεν τα στρέφουν στη μελέτη του καλού εξωσχολικού βιβλίου. Έτσι μοιραία, η οικογένεια και ο δάσκαλος αντικαθίστανται από την τηλεόραση, που ασκεί ολέθρια επίδραση όχι μόνο στην γλώσσα, αλλά και στον χαρακτήρα και στο ήθος. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, για να μεγαλώσουν τις πλασματικές καταναλωτικές ανάγκες μας, προσπαθούν να μας θέλξουν διαστρεβλώνοντας και μολύνοντας το νόημα των λέξεων. Έχουν εισβάλλει, λοιπόν, στα σπίτια μας και με ξένες διαφημίσεις και με ξένα προγράμματα (όπου χρησιμοποιείται το αγγλικό κυρίως λεξιλόγιο), περνούν την ξενική κουλτούρα, ιδίως η τηλεόραση με τα δορυφορικά κανάλια και τις παγκοσμίως δημοφιλείς εκπομπές και σειρές. Η γενικότερη έκρηξη των ΜΜΕ παρέσυρε και τον γραπτό Τύπο στη δίνη της κακομεταχείρισης της γλώσσας, αφού ο πολλαπλασιασμός των εφημερίδων και η αύξηση του κόστους της παραγωγής είχε ως αποτέλεσμα να ελαττωθεί η προσοχή που δινόταν παλιά στον τρόπο γραφής των κειμένων. Έτσι, οι εφημερίδες από προπύργια της γλώσσας έγιναν αναπαραγωγοί της πιο «εύκολης» εκδοχής της. Όσο για τις ξενόγλωσσες επιγραφές καταστημάτων, τα περισσότερα των οποίων απευθύνονται μόνο σε Έλληνες, τι να πει κανείς;
Τέλος, στον χορό του βιασμού της ελληνικής γλώσσας έχουν μπει διάφορες προσωπικότητες της πολιτικής σκηνής, πολλοί δημόσιοι φορείς καθώς και πνευματικοί άρχοντες. Στην προσπάθειά τους να φανούν πολύ πιο μορφωμένοι και προοδευτικοί, να ξεχωρίσουν, να αυτοπροβληθούν και να εντυπωσιάσουν, χρησιμοποιούν ανενδοίαστα την αγγλική γλώσσα ή λέξεις, εκφράσεις και προτάσεις ακαταλαβίστικες στο ευρύ κοινό. Η μητρική μας γλώσσα σήμερα γιορτάζει παγκοσμίως γιατί όλοι υποκλίνονται μπροστά στο μεγαλείο της. Όλοι αναγνωρίζουν την αξία της αφού αναγκάστηκε να εξελιχθεί από μόνη της, χωρίς βοήθεια από κάποια άλλη γλώσσα, αφού δεν υπήρχε ισάξια ή ανώτερη από αυτήν, από την οποία να μπορεί να δανειστεί στοιχεία. Παρά τους κινδύνους που την απειλούν, έχουμε χρέος να τη διατηρήσουμε ζωντανή, αναλλοίωτη και ανόθευτη. Το οφείλουμε και στους προγόνους μας
που αγωνίστηκαν για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία.
Τασούλα Γεωργιάδου – Μέλος του
Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού – Πρώτα η Ελλάδα