Τα τελευταία χρόνια, σε αρκετά εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εισήχθησαν, εφαρμόστηκαν και αξιολογήθηκαν καινοτόμα προγράμματα. Αυτά στόχευαν, αφενός μεν, στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και στην καλλιέργεια θετικών στάσεων και συμπεριφορών των μαθητών, αφετέρου δε, στην αλλαγή των διαδικασιών μάθησης, ώστε αυτή από ατομική και απομνημονευτική να γίνει διερευνητική – ομαδοκεντρική και να προσεγγίζει την γνώση ολιστικά. Τα τελευταία χρόνια, τέτοιου είδους προγράμματα εφαρμόζονται και στην Ελλάδα με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, με σκοπό η σχολική εκπαίδευση να ανταποκριθεί στις σύγχρονες παιδαγωγικο – διδακτικές, πολιτιστικές και πολιτισμικές απαιτήσεις καθώς και στις κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις.
Έτσι, Νηπιαγωγεία, Δημοτικά και Γυμνάσια όλης της Ελλάδας, εντάσσουν στο υποχρεωτικό ωρολόγιο πρόγραμμά τους τα Εργαστήρια Δεξιοτήτων ώστε, μέσω της διαθεματικής και διεπιστημονικής προσέγγισης, να επεκτείνεται το περιεχόμενο των προτεινόμενων θεμάτων και να διερευνώνται όλες οι πτυχές του επιλεγμένου θέματος. Ανάλογα με την ηλικία και την εκπαιδευτική βαθμίδα, οι μαθητές καλούνται να ασχοληθούν με θέματα που αφορούν την οδική ασφάλεια, την πρόληψη από τις εξαρτήσεις, όπως το κάπνισμα, την σεξουαλική αγωγή, την οικολογική συνείδηση, την πρόληψη και προστασία από τις φυσικές καταστροφές, τον εθελοντισμό, την διαφορετικότητα, την ρομποτική, την επιχειρηματικότητα και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
Στην Ευρώπη νομίζουν ότι τα Εργαστήρια Δεξιοτήτων είναι «μια εκπαίδευση που ανοίγει τα μάτια και το νου των ανθρώπων στις πραγματικότητες του παγκοσμιοποιημένου κόσμου και τους αφυπνίζει, ώστε να επιδιώκουν έναν κόσμο με περισσότερη δικαιοσύνη, ισότητα και ανθρώπινα δικαιώματα για όλους.» Στην πραγματικότητα πρόκειται για μηχανισμό ιδεολογικής χειραγώγησης. Στην Ελλάδα, όλες αυτές οι «νεοφιλελεύθερες πολιτικές», αφενός, παρεμβαίνουν στον προσανατολισμό και στο μορφωτικό περιεχόμενο του σχολείου, αφετέρου, υπονομεύουν τα εργασιακά δικαιώματα, προωθώντας τον ανταγωνισμό και την άμεση εμπλοκή κρατικών και ιδιωτικών φορέων που ουδεμία σχέση έχουν με την εκπαιδευτική κοινότητα. Το ζήτημα των δεξιοτήτων είναι εξαιρετικής σημασίας γιατί σχετίζεται άμεσα με το πώς και τι μαθαίνουν τα παιδιά στις σχολικές αίθουσες, τι άνθρωπο, τι εργαζόμενο πρέπει να βγάλει το σχολείο ώστε αυτός να είναι φτηνός, πειθαρχημένος, αποδοτικός και εκμεταλλεύσιμος. Κοντολογίς, στην εποχή της συντριβής της μόνιμης εργασίας και των ελαστικών σχέσεων εργασίας, η γενική παιδεία ισοπεδώνεται και επιδιώκεται να αναπτυχθεί μια ευέλικτη εργατική δύναμη σε συνθήκες καθολικής εργασιακής ανασφάλειας. Παράλληλα, ο εξοβελισμός της στέρεης και ολοκληρωμένης γνώσης και η αντικατάστασή της από αποσπασματικές πληροφορίες που συλλέγονται και εφαρμόζονται στην πράξη με τρόπο απλοϊκό και επιφανειακό οδηγούν στην αδυναμία συνολικής θεώρησης, εξήγησης και αμφισβήτησης του σύγχρονου κόσμου.
Από παιδαγωγικής άποψης, είναι εξαιρετικά προβληματικό ένα παιδί προσχολικής ή σχολικής ηλικίας να παραμένει στον σχολικό χώρο από τις 07:00 το πρωί ως τις 5:30 το απόγευμα (συμμετέχοντας και στο ολοήμερο πρόγραμμα), δίχως ξεκάθαρη παιδαγωγική στόχευση ιδιαίτερα μάλιστα με δεδομένο πως τα δημοτικά σχολεία και νηπιαγωγεία στη χώρα μας δεν διαθέτουν την κτιριακή και υλικοτεχνική υποδομή και έχουν εγκαταλειφθεί χωρίς το απαραίτητο εκπαιδευτικό, υποστηρικτικό και βοηθητικό προσωπικό, ώστε να εξυπηρετούν αξιοπρεπώς τους μαθητές ακόμα και του θεσμοθετημένου μέχρι σήμερα ωρολογίου προγράμματος. Αποδεικνύεται πως το βασικό «ενδιαφέρον» για τη λειτουργία του Ολοήμερου είναι «κάπου να βρίσκονται τα παιδιά» την ώρα που οι γονείς θα πρέπει να εργάζονται με ωράρια λάστιχο και ζωή χωρίς δικαιώματα! Οι μορφωτικές ανάγκες των παιδιών, οι ίδιες οι ανάγκες της παιδικής ηλικίας για παιχνίδι, χαρά και κοινωνικοποίηση και πραγματικό οικογενειακό χρόνο, αγνοούνται».
Διαχρονικά, όλες οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την ανάγκη των παιδιών, και ως εκ τούτου δικαίωμα τους, για φοίτηση σε παιδικούς σταθμούς και Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης παιδιών 5-12 ετών και Ατόμων με Αναπηρία με ευκαιριακό τρόπο. Καλύπτουν, τις περισσότερες φορές, μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών των παιδιών, υποβαθμίζοντας όλο και περισσότερο τις συγκεκριμένες υποδομές που όμως δίνουν ανακούφιση στους εργαζόμενους γονείς. Ειδικότερα, τα ΚΔΑΠ – ΚΔΑΠ/ΜΕΑ, που συνδέονται με πρόγραμμα του ΕΣΠΑ, έχουν χαρακτήρα προσωρινότητας, με ημερομηνία λήξης και αβέβαιη χρηματοδότηση, βάσει των κατευθύνσεων της Ε.Ε. για αποσπασματικές «παροχές» και μέτρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά και τα άτομα με αναπηρία να καταδικάζονται στο περιθώριο, αποκλεισμένα από τη διέξοδο να συμμετέχουν σε δημιουργικές, πολιτιστικές, αθλητικές δραστηριότητες, τόσο σημαντικές για την ισόρροπη και ολόπλευρη ανάπτυξή τους, τη στιγμή μάλιστα που ένα μεγάλο ποσοστό των οικογενειών αδυνατεί να καλύψει ακόμα και τις βασικές του ανάγκες εξαιτίας της ακρίβειας, των συνεχών ανατιμήσεων στα είδη πρώτης ανάγκης, του ενεργειακού κόστους και της φτώχειας. Τα νούμερα είναι αμείλικτα, πέρσι 85.000 αιτήσεις δεν ικανοποιήθηκαν ενώ το φετινό έτος πάνω από το 50% των αιτήσεων έχει απορριφθεί. Έτσι, για χιλιάδες οικογένειες σε όλη την χώρα επικρατεί πάντα η ίδια αγωνία. Πως θα καλύψουν την σύγχρονη ανάγκη όλων των μικρών παιδιών σε αναβαθμισμένη, επιστημονική φροντίδα και αγωγή σε παιδικούς σταθμούς και δημιουργική απογευματινή απασχόληση. Το επιτελικό και ικανό κράτος κοστολογώντας αυτές τις ανάγκες προτιμά να καλύπτει αυτές των μεγαλοεπιχειρηματιών για κερδοφορία, παρά αυτές των μικρών παιδιών. Η κυβέρνηση, με τις ευλογίες της Ε.Ε., προκρίνει πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης που κατευθύνονται στους ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς, πανηγυρίζοντας ταυτόχρονα για τα διάφορα πιλοτικά προγράμματα παιδοφύλαξης, όπως «νταντάδες της γειτονιάς» ή χώροι φύλαξης σε επιχειρήσεις. Συμπλέοντας με τις «βέλτιστες πρακτικές» της Ε.Ε., όπως αυτή των voucher, ιεραρχεί την αποδέσμευση της μητέρας από την φροντίδα των τέκνων της, ώστε η γυναίκα να είναι αποκλειστικά διαθέσιμη στις ανάγκες των εργοδοτών της, σε βάρος πάντα των παιδιών όλων των ηλικιών.
Αντί για 2χρονη υποχρεωτική Προσχολική Αγωγή προσανατολισμένη στην κοινωνικοποίηση, στο δημιουργικό και παιδαγωγικό παιχνίδι, στην Αισθητική Αγωγή που προηγούνται της γνωστικής ανάπτυξης, το υπουργείο Παιδείας εισάγει την εκμάθηση Αγγλικών στο Νηπιαγωγείο όταν τα νήπια και τα προνήπια δεν έχουν κατακτήσει ακόμα τη χρήση της μητρικής γλώσσας. Δηλαδή, πριν μάθουν τα παιδιά να γράφουν, να διαβάζουν, να εκφράζονται, να κατανοούν σε βάθος την ελληνική γλώσσα, επιδιώκεται να καταφέρουν τα ίδια και στην αντίστοιχη αγγλική. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση της Συνόδου των Προέδρων και Κοσμητόρων των Παιδαγωγικών Τμημάτων και Σχολών καθώς και του Δ.Σ. της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας. Σε συνάντηση που είχαν στις 22 Φεβρουαρίου 2020 εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση που επεσήμαναν πως η πρόθεση εισαγωγής αυστηρών δομημένων προγραμμάτων στα νήπια στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης, παραβλέποντας βασικές παιδαγωγικές αρχές και τελικά οδηγεί στη σχολειοποίηση του Νηπιαγωγείου, αγνοώντας τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες των νηπίων 4-6 ετών. Είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι η επανάληψη λέξεων, εκφράσεων, τραγουδιών κ.λ.π. στην αγγλική ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, όταν δεν είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί το παιδί στην κοινότητα, έχει την έννοια της μίμησης και δεν εξυπηρετεί τις πραγματικές του ανάγκες. Το Υπουργείο Παιδείας ανοίγει τον δρόμο για νέες επικίνδυνες αλλαγές, που αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία της Προσχολικής Αγωγής, αλλαγές που στερούν από τη διδακτική πράξη τον ενιαίο και συνεχή της χαρακτήρα. Αυτές οι αλλαγές, όπως και η επιβολή του μονοτονικού, δεν γίνονται επειδή θα μάθουν οι μαθητές ξένες γλώσσες ή επειδή τις θεωρούν προοδευτικές. Αλλά ακριβώς για να μη μάθουν οι μαθητές σε βάθος την ελληνική γλώσσα. Δυστυχώς, υπάρχει γενικότερη τάση για χρήση αγγλικών λέξεων, η οποία σε συνδυασμό με την λαθεμένη προσέγγιση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας οδηγεί σε περιθωριοποίησή της. Γι’ αυτό, οι νέοι αγνοούν στοιχειώδεις κανόνες ορθογραφίας και πηγαίνοντας στο λύκειο έχουν τόσα κενά στην ελληνική γλώσσα και τόσο φτωχό λεξιλόγιο που γίνεται προβληματική η απόδοση τους και στα μαθήματα των φυσικών επιστημών.
Τα τελευταία χρόνια, μέσα από το μάθημα των Αγγλικών, ειδικά στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, προβάλλεται, μία νέα «γιορτή», το Halloween, ένα πλήρως εμπορευματοποιημένο και για πολλούς αθώο έθιμο που όμως μυεί τα παιδιά με βιωματικό τρόπο σε αξίες της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Εποχής που είναι ασυμβίβαστες με την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Έτσι, υιοθετούμε ξένα πρότυπα και τρόπους ζωής και συνακόλουθα απορρίπτουμε ή παραμελούμε τα στοιχεία εκείνα, που συγκροτούν την εθνική μας ταυτότητα ή ιδιαιτερότητα. Και αυτό γίνεται πολλές φορές χωρίς να υπάρχει η αίσθηση και η επίγνωση, ότι πολλά από αυτά είναι άχρηστα και επιζήμια για εμάς, αφού είναι πολιτισμικά πολύ κατώτερα από τα πολιτιστικά στοιχεία της δικής μας κουλτούρας. Εάν ένας λαός, εξαιτίας της ελλιπούς διαπαιδαγώγησης και εκπαίδευσης του, απομακρυνθεί από τις ρίζες του και την παράδοση του, χάσει την ιστορική του μνήμη, απαρνηθεί τη γλώσσα και τις ιδιαίτερες αξίες και αντιλήψεις του, στοιχεία που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τους άλλους, τότε κινδυνεύει να στερηθεί την ίδια του την ύπαρξη, να μετατραπεί σε ένα σύνολο ανθρώπων χωρίς ταυτότητα και προσανατολισμό, που θα εξαρτάται οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά από ξένες δυνάμεις, γεγονός που θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στη μελλοντική του πορεία.
Από το 2021 και μέσα στα πλαίσια της προώθησης των επιμέρους στόχων που αφορούν στην εκπαίδευση, την ισότητα των φύλων και την υγεία, εισάγονται σε όλα τα σχολεία της χώρας μας, από το νηπιαγωγείο και συστηματικά ως το Γυμνάσιο, τα «ολοκληρωμένα ή συμπεριληπτικού τύπου» προγράμματα σεξουαλικής υγείας. Δεν πρόκειται για μαθήματα βιολογίας της αναπαραγωγής, αλλά είναι φροντιστήρια πρόωρης εισαγωγής σε μια νέα κανονικότητα σεξουαλικής συμπεριφοράς. Με τα προγράμματα αυτά γίνεται προώθηση και εξασφάλιση των (υποτιθεμένων) σεξουαλικών και αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των παιδιών. Ωστόσο, σε καμία συνθήκη ή χάρτη δικαιωμάτων που έχει ψηφιστεί απευθείας από κράτη–μέλη της ΕΕ ή του ΟΗΕ δεν υπάρχει λεκτική αναφορά σε τέτοιου είδους δικαιώματα. Το συγκεκριμένο «εργαστήριο δεξιοτήτων» διδάσκει ότι το παιδί είναι σεξουαλικό από τη γέννησή του, ότι μπορεί να ικανοποιείται ποικιλοτρόπως από την πρώτη κιόλας παιδική ηλικία και ότι αυτό είναι φυσιολογικό, ότι το φύλο είναι ρευστό, ότι το παιδί δικαιούται να έχει «εμπειρίες» από το νηπιαγωγείο και ακόμη νωρίτερα, ότι η τεκνογονία είναι απλά μία επιλογή ισότιμη με την άμβλωση, ότι οι οικογένειες είναι πολλών ειδών και είναι ισότιμες και το ακόμη χειρότερο, ότι το παιδί έχοντας σεξουαλικά δικαιώματα, που είναι δικαίωμά του να τα ικανοποιήσει, οφείλει και μπορεί να αμφισβητήσει ευθέως όχι μόνο τις θέσεις των γονέων του αν αυτοί επιχειρήσουν να αρθρώσουν λόγο αντίρρησης, αλλά και τους νόμους του κράτους καθώς και τη θρησκευτική του πίστη. Διότι τα σεξουαλικά δικαιώματα είναι πάνω από όλα αυτά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ιδεολογικά στρατευμένο σύστημα παραπληροφόρησης που ξεθεμελιώνει τις αρχές της Χριστιανικής πίστης ως αντίθετης στους στόχους του. Υποστηρίζεται από τον παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, την UNICEF, την UNESCO και μη κυβερνητικές οργανώσεις ασαφών και αμφίβολων συμφερόντων, όπως το Πολύχρωμο Σχολείο που πρόσφατα εξέφρασε την αμέριστη συμπαράστασή του σε μια δασκάλα που πρόβαλε σε παιδιά Δ΄ δημοτικού μια ξενόφερτη βραβευμένη ταινία με ομοφυλοφιλικές αναφορές. Οι γονείς συχνά έχουν αναστολές μέσα τους, μήπως προωθήσουν οι ίδιοι το παιδί τους σε μία ανήθικη συμπεριφορά, υπάρχουν γονείς που ντρέπονται, άλλοι δεν ξέρουν ποιο λεξιλόγιο να χρησιμοποιήσουν για να μην προκαλέσουν, δεν ξέρουν ποια είναι η καταλληλότερη στιγμή, φοβούνται ότι τα παιδιά τους δεν θα καταλάβουν, πως ίσως τους παρεξηγήσουν, άλλες φορές τα παιδιά είναι κάπως αντιδραστικά, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις οι γονείς δεν έχουν χτίσει μια καλή σχέση επικοινωνίας με τα παιδιά. Πάνω σε αυτό πατάνε οι άνθρωποι των υπουργείων και όχι μόνο, για να υποστηρίξουν ότι οι γονείς δεν είναι τα κατάλληλα άτομα, δεν έχουν επιστημονική μόρφωση, δεν διαθέτουν τρόπο και έτσι αναλαμβάνουν εκείνοι την σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.
Ωστόσο, χώρες όπου επί δεκαετίες έχουν εφαρμοστεί τέτοιου είδους προγράμματα διδασκαλίας, όπως η Ολλανδία και η Σουηδία, παρουσιάζουν αυξανόμενα ποσοστά απόρριψης του θεσμού του γάμου, εξώγαμων τέκνων, διαζυγίων, εκτρώσεων, εφηβικών εκτρώσεων, λήψης αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων κ.ά. Κατ’ αναλογίαν η εικόνα αυτή διαπιστώνεται σταδιακά και στην Ελλάδα. Τα μοναδικά σχολικά προγράμματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης που θα μπορούσαν κατά παραχώρηση να γίνουν αποδεκτά, είναι τα προγράμματα που σέβονται τα δικαιώματα των γονέων, βασίζονται στη βιολογία, ενημερώνουν για την αξία της οικογένειας, της ζωής του αγέννητου παιδιού, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, θέματα υγιεινής, καθώς και για τους κινδύνους από την εμπλοκή στην άκαιρη σεξουαλική δραστηριότητα.
Την στιγμή που το Υπουργείο Παιδείας ορίζει υποχρεωτικότητα σε μαθήματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, την ίδια στιγμή στο στόχαστρο του βρίσκεται το πολύπαθο, άκρως σημαντικό και νευραλγικό για την υγιή ανάπτυξη των ελληνοπαίδων, μάθημα των Θρησκευτικών που έχει περάσει τις τελευταίες δεκαετίες από σαράντα κύματα. Απώτερος στόχος να καταποντιστεί μέσα στο σατανικό πέλαγος της παγκοσμιοποίησης και της νέας τάξης πραγμάτων. Δυστυχώς, σε αυτόν τον πόλεμο βοηθούν ορισμένοι ιεράρχες, θεολόγοι καθώς και διάφορες βολικές αρχές που ευθυγραμμίζονται με το πνεύμα της εκκοσμίκευσης, του δαιμονοκίνητου προοδευτισμού και της σύμπλευσης με την πολιτική ανάποδη ορθότητα. Πιο συγκεκριμένα, μία ανεξάρτητη αρχή, αυτή της Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, παραγκωνίζοντας αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμα και το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας και έχοντας συμβάλλει στην αφαίρεση του ομολογιακού και δογματικού χαρακτήρα του μαθήματος προτάσσοντας τη θρησκευτική ελευθερία των μαθητών, δίνει το τελειωτικό χτύπημα στο μάθημα των Θρησκευτικών, μετατρέποντάς το από υποχρεωτικό σε ένα μάθημα επιλογής, σε ένα μάθημα προαιρετικό. Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει οτι απαλλαγή θα μπορούν να ζητήσουν μαθητές, όχι μόνο οι ετερόδοξοι, οι αλλόθρησκοι και οι άθεοι, για λόγους θρησκευτικής ή μη συνείδησης, αλλά και οι ορθόδοξοι για κάθε λόγο που ανάγεται σε γενικότερες κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις.
Το νέο αυτό μέτρο προσβάλλει τον θεσμό του σχολείου και δείχνει με σαφήνεια την ισοπέδωση του αξιακού συστήματος των κυβερνώντων. Στην περίπτωση που αυτή η σύγχυση δημιουργείται λόγω του μεγάλου προσφυγικού ρεύματος που παράνομα έχει εισχωρήσει στην χώρα, αντιλαμβάνονται ακόμα και αυτοί που εθελοτυφλούν μπροστά στό ανθελληνικό σχέδιο εξόντωσης, πως οι φιλοξενούμενοι ούτε πρόκειται να ομογενοποιηθούν με τον ελληνικό πληθυσμό, ούτε να συμμορφωθούν με τους κανόνες και τον πολιτισμό της Ελλάδας μας. Αντίθετα, ως ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που κατοικεί πλέον σε αυτή την χώρα, έχουν απαιτήσεις και δικαιώματα όχι με σκοπό να συμπορευθούν μαζί μας ειρηνικά, αλλά με σκοπό να αποδεχτούμε εμείς σιωπηλά τις συνήθειές τους, τους κανόνες τους, και βασικά το αποστροφικό θρήσκευμά τους. Αλλά, και από παιδαγωγικής άποψης αν εξετάσει κανείς την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, πρόκειται για έναν καθαρά αντιεκπαιδευτικό νόμο. Όλοι ξέρουμε πως είναι χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας (λόγω του οτι παιδευόμαστε από ένα ασθενές εκπαιδευτικό σύστημα), να επιδιώκει ο μαθητής να απαλλαχθεί από οποιοδήποτε μάθημα που δεν του προσφέρει ξεγνοιασιά. Εύλογα λοιπόν, καταλαβαίνουμε πως εγκρίνοντας η Κυβέρνηση την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, ευλογεί την πνευματική και νοητική αδρανοποίηση του μαθητή, προωθεί την σχολική «λούφα» και τροφοδοτεί την ιδέα πως ο μαθητής μπορεί εύκολα να απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του και να εξελίσσεται σε όλα τα επίπεδα, χωρίς όμως να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια και κυρίως χωρίς να συμμορφώνεται και να πειθαρχεί σε όλα όσα ορίζει το σχολικό πρόγραμμα.
Το κοινωνικό πρόβλημα της σχολικής βίας ή του σχολικού εκφοβισμού είναι δυστυχώς μια πραγματικότητα σε πολλά σχολεία στη χώρα μας. Αυτοί οι όροι τα τελευταία χρόνια ηχούν όλο και περισσότερο στα αυτιά μας, αφού το φαινόμενο εξαπλώνεται και αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα σύγχρονα προβλήματα νεανικής αντικοινωνικής συμπεριφοράς με θύματα μικρά παιδιά. Με βάση τα αποτελέσματα μιας μελέτης, που πραγματοποίησε η Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου σε συνεργασία με την Παιδαγωγική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 29% των μαθητών έχει υποστεί κάποια μορφή εκφοβισμού εντός του σχολικού περιβάλλοντος με συχνότητα δύο ως τρεις φορές το μήνα ή και περισσότερο. Τα αγόρια είναι πιο συχνά θύτες και θύματα εκφοβιστικής συμπεριφοράς, που εμφανίζεται κυρίως στο σχολικό περιβάλλον σε χώρους χωρίς επίβλεψη από τους εκπαιδευτικούς, όπως η αυλή, ο διάδρομος και η τάξη κατά τη διάρκεια του διαλείμματος. Ταυτόχρονα, η αναλογία των εμπλεκομένων σε περιστατικά βίας, αγοριών-κοριτσιών, είναι 3 προς 1, με τα αγόρια να υπερτερούν σε περιστατικά σωματικής βίας και τα κορίτσια σε περιστατικά λεκτικής. Οι αιτίες του φαινομένου είναι πολλαπλές και αυξάνονται συνεχώς. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, το εκπαιδευτικό σύστημα γίνεται πλέον πολυπολιτισμικό και ποικιλόμορφο στο οποίο η χώρα μας φαίνεται ότι προσαρμόζεται αργά. Οι οικονομικές ανισότητες και η οικονομική κρίση που σπρώχνουν στο περιθώριο της εκπαίδευσης και της σχολικής κοινότητας όλο και περισσότερα νέα παιδιά, οι καινούργιες μορφές ψυχαγωγίας των παιδιών, ο έκδηλος ρατσισμός, η έλλειψη του απαραίτητου χρόνου των γονέων και τα λάθος πρότυπα για τα παιδιά είναι κάποιες από τις αιτίες που ευνοούν παραβατικές συμπεριφορές και δημιουργούν αυτό το πολυδιάστατο πρόβλημα στα σχολεία της χώρας μας.
Το τελευταίο διάστημα, για την αντιμετώπιση του φαινομένου υπάρχει μια τάση θεραπευτικοποίησης της εκπαίδευσης, η οποία αντανακλά ευρύτερες δυτικές τάσεις και θεσμοθετημένες κρατικές πολιτικές. Ορισμένα στοιχεία της είναι η εισαγωγή κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων στα σχολεία ως μέρος των προγραμμάτων απασχόλησης ανέργων, η εμφάνιση σεμιναρίων, ομιλιών και διαλέξεων σε καθηγητές και δασκάλους για τη σημασία της διαχείρισης και της έκφρασης των συναισθημάτων και γενικότερα μια έμφαση στην ‘ψυχική/συναισθηματική υγεία’ και ‘ευεξία’ των παιδιών. Ωστόσο, αυτή η “ψυχολογικοποίηση” της μαθητικής συμπεριφοράς έχει βαθύτερα και σκοτεινά κίνητρα. Εάν το κράτος πείσει την κοινωνία ότι το σχολείο είναι ένας χώρος που τα παιδιά κυρίως κινδυνεύουν, τότε εξασφαλίζεται η συναίνεση στις πολιτικές του, αυτές του εντεινόμενου αυταρχισμού και του καθολικού ελέγχου.
Ολόκληρη η δομή της εκπαίδευσης παράγει ολοένα και χειρότερα αποτελέσματα και αυτό φαίνεται στα μεγάλα ποσοστά αποτυχίας στις πανελλαδικές εξετάσεις. Ευτυχώς που δεν υπάρχει βάση του 10, διαφορετικά οι μισές σχολές θα έμεναν χωρίς πρωτοετείς. Ενδεικτικά, σταχυολογώ από τα αποτελέσματα των πανελλαδικών του 2021 για επιδόσεις κάτω από τη βάση του 10: Αρχαία 45%, Ιστορία 51%, Φυσική 46%, Μαθηματικά 57%, Πληροφορική 42%. Παρόλα αυτά, έχουν αξιολογηθεί και εγκριθεί από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) 166 νέα προγράμματα σπουδών γενικής εκπαίδευσης των οποίων η εφαρμογή θα ολοκληρωθεί το 2025-2026. Προγράμματα όπως Σχετικότητα και Κβαντομηχανική στη Φυσική, νανοτεχνολογία και κλιματική αλλαγή στη Χημεία, Πιθανότητες και Στατιστική στα μαθηματικά, φιλαναγνωσία στη λογοτεχνία, ενίσχυση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας στην Ιστορία, βιοηθική και ηθική τεχνητής νοημοσύνης στη Φιλοσοφία θα αξιοποιούν τις ψηφιακές τεχνολογίες, θα καλλιεργούν τις ψηφιακές δυνατότητες και θα παρέχουν πλούσιο συνοδευτικό ψηφιακό υλικό σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα. Κάθε έμπειρος εκπαιδευτικός γνωρίζει ότι αν πριν 10 χρόνια ήθελε x διδακτικές ώρες για να εμπεδώσει ο μέσος μαθητής μια ενότητα μαθηματικών, φυσικής ή χημείας , σήμερα θέλει τουλάχιστον τις διπλάσιες.(3) Δυστυχώς, το εκπαιδευτικό σύστημα επιδιώκει να βασανίζει, με ελάχιστες ευχάριστες στιγμές, αυτούς για χάρη των οποίων υποτίθεται λειτουργεί. Το σημείο αναφοράς της Μέσης Εκπαίδευσης δεν είναι ο πλούτος των γενικών γνώσεων και η όξυνση του κριτικού νου, ούτε οι διαχρονικές αξίες και τα πανανθρώπινα ιδανικά, ούτε η διαμόρφωση ανθρώπινου ήθους και δημοκρατικής συνείδησης και τόσα άλλα για τα οποία αξίζει ο άνθρωπος να ζει και να αγωνίζεται. Αντίθετα, το κέντρο της Μέσης Εκπαίδευσης είναι οι εξετάσεις και μέσω αυτών η μεταπήδηση στο Πανεπιστήμιο. Στην επίτευξη αυτού του στόχου προσανατολίζονται οι πάντες και δυστυχώς τα θύματα αυτής της κατάστασης, που είναι οι μαθητές. Έτσι αρχίζει ένας απάνθρωπος και ανταγωνιστικός φροντιστηριακός μαραθώνιος με τεράστιο και πολλαπλό κόστος ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό.
Τι είναι παιδεία, κατά τον Μπρετόν, έναν Γάλλο υπερρεαλιστή συγγραφέα:
“Παιδεία δεν είναι τα πτυχία μας, αλλά η αισθητική μας.
Ο τρόπος με τον οποίο συνομιλούμε, φλερτάρουμε, περπατάμε στο δρόμο, κρατάμε την πόρτα να περάσει ο άγνωστος στο ασανσέρ.
Παιδεία, είναι οι λέξεις μας, η διακριτικότητα μας, η ελευθερία μας, τα όρια της ελευθερίας μας, η μουσική που ακούμε, η γλώσσα του σώματός μας, το πόσο αγαπάμε να μαθαίνουμε, να αλλάζουμε, να διαβάζουμε σαν να είμαστε κάθε φορά άγραφα χαρτιά.
Παιδεία, είναι η ταπεινότητα αλλά και η επιμονή στις αξίες μας, το ότι δεν είμαστε προς πώληση, το ότι σεβόμαστε τον άνθρωπο, το παιδί του άλλου, την κυρία που καθαρίζει το γραφείο μας, τον κύριο που καθαρίζει το πάρκο, στο οποίο βγάζουμε βόλτα το σκύλο μας, την κοπέλα στο ταμείο.
Παιδεία, είναι η μεγαλοψυχία μας, το να ποτίσουμε μια άγνωστη γλάστρα, το να φροντίζουμε την πίσω όψη του σπιτιού μας.
Παιδεία, είναι το να προστατεύουν τα χέρια μας τον αδύναμο, να τα βάζουν με το θηρίο.
Παιδεία, είναι το πόσο μπορούμε να έρθουμε απέναντι, στο σύστημα και τους συστημικούς.
Παιδεία, είναι η γενναιότητα και η ευθύνη.
Παιδεία, είναι το να διαλέγεις τον δύσκολο δρόμο της αξιοπρέπειας, της μοναξιάς και συνάμα να καίγεται το μέσα σου, για το κοινό καλό. Για το ωραίο και τη σωτηρία του.!
Τελικά, με έναν λόγο, Παιδεία είναι το να είσαι “άνθρωπος” και να εκπέμπεις, να σκορπίζεις, να μοιράζεις, να μοσχοβολάς… “ανθρωπιά”.!
Τασούλα Γεωργιάδου – Μέλος του
Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού – Πρώτα η Ελλάδα