Η Ελλάδα ήδη από το 1959 είχε ζητήσει την ένταξή της στην ΕΟΚ και υπέγραψε Συμφωνία Σύνδεσης το 1961. Τα γεγονότα της 21ης Απριλίου 1967 εμπόδισαν τις διαδικασίες ένταξης, και τελικά μετά από 20 σχεδόν χρόνια επί Κωνσταντίνου Καραμανλή κατάφερε την πολυπόθητη Συμφωνία που υπογράφηκε στο Ζάππειο Μέγαρο στις 28 Μαΐου 1979 και επικυρώθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο ένα μήνα αργότερα. Η ένταξή μας στην ΕΟΚ, την μετέπειτα ΕΕ, μας έβαλε αυτόματα στην ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική), η οποία ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους που ιδρύθηκε η ΕΟΚ, αφού η υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης τον Μάρτιο του 1957 στόχευε και στη δημιουργία μιας Κοινής Αγοράς Αγροτικών Προϊόντων.
Η ΚΑΠ, η οποία θεσπίστηκε το 1962, είναι ουσιαστικά σύμπραξη της Ευρώπης και των γεωργών της, και οι βασικοί της στόχοι αφορούν:
- Στην ανταγωνιστικότητα του Αγροτικού Τομέα και τον προσανατολισμό του στις ανάγκες της αγοράς
- Στην ενίσχυση του εισοδήματος του αγροτικού πληθυσμού
- Στην προστασία του περιβάλλοντος
- Στην ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών
Η διαχείριση και χρηματοδότησή της ασκείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τους πόρους του προϋπολογισμού της ΕΕ. Η ΚΑΠ γνώρισε αρκετές μεταρρυθμίσεις, ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της Κοινότητας. Το σχέδιο Mansholt (1968) αφορούσε στις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές του γεωργικού τομέα, με στόχο τη μείωση του κόστους παραγωγής και πραγματευόταν:
– Την αναγκαία αύξηση του μεγέθους της αγροτικής εκμετάλλευσης
– Τη μείωση της συνολικής καλλιεργούμενης γης στην Κοινότητα (η γη που θα αποσυρόταν θα ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιηθεί για αναδάσωση ή κατασκευή χώρων παροχής υπηρεσιών)
– Τη μείωση των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα (οικονομικά κίνητρα για αποχώρηση γεωργών)
– Την επιμόρφωση των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα
Τις πρώτες δύο δεκαετίες εφαρμογής της η ΚΑΠ επέφερε διόγκωση των πλεονασμάτων και αύξηση των επιδοτήσεων για την εξαγωγή τους. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε την ΚΑΠ σε αύξηση της στήριξής της, σε ποσοστό 72,8% του προϋπολογισμού για το έτος 1985. Η εντατικοποίηση της παραγωγής επέφερε και δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 η Επιτροπή της Ευρωπσϊκής Κοινότητας υπέβαλε προτάσεις, γνωστές ως “Πακέτο Delores”, με βασικά σημεία:
– τις επιδοτήσεις για διαφοροποίηση της παραγωγής προς μη πλεονασματικά προϊόντα
– τη βελτίωση της ποιότητας
– την προστασία του περιβάλλοντος
– τη συνολική ανάπτυξη της υπαίθρου
– την εισαγωγή μέτρων διαρθρωτικής πολιτικής
– τον μηχανισμό σταθεροποιητών
Το 1992, και υπό την πίεση της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (μετέπειτα ΠΟΕ), οι βασικές μεταρρυθμίσεις που ακολουθήθηκαν αφορούσαν:
– στη μείωση των θεσμικών τιμών προς τις διεθνείς
– στις εισοδηματικές ενισχύσεις (στρεμματικές/ανά κεφαλή ζώου)
– στην αγρανάπαυση
– στη διατήρηση των ποσοστώσεων
Τα συνοδευτικά μέτρα που πάρθηκαν ήταν:
– η πρόωρη συνταξιοδότηση
– η αναδάσωση
– πρακτικές φιλικές προς το περιβάλλον
Η μεταρρύθμιση του 1992 μείωσε τα πλεονάσματα (σιτηρά, βούτυρο, βοδινό κρέας), αλλά μειώθηκαν παράλληλα και τα εισοδήματα διότι η χαλάρωση των μηχανισμών προστασίας των διαφόρων Κοινών Οργανώσεων Αγοράς (ΚΟΑ) οδήγησε τις τιμές παραγωγού σε χαμηλότερα επίπεδα. Με την “Agenda 2000”, που εγκρίθηκε στη Σύνοδο Κορυφής στο Βερολίνο το 1999, και κινείται στην κατεύθυνση της μεταρρύθμισης του 1992 σταδιακά καταργείται η ενίσχυση των αγροτικών προϊόντων, ενώ η ΚΑΠ διαιρείται σε δύο πυλώνες και μεταφέρονται χρήματα από τις άμεσες ενισχύσεις των αγροτών (πρώτος πυλώνας) στην αγροτική ανάπτυξη (δεύτερος πυλώνας). Η μεγαλύτερη αλλαγή που προτείνεται αφορά τον τρόπο χορήγησης των άμεσων επιδοτήσεων. Δίνεται η ευχέρεια στα κράτη-μέλη να εξαρτούν το ύψος των επιδοτήσεων από ορισμένα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται από τα ίδια τα κράτη-μέλη και θα αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, το ύψος της απασχόλησης, το ύψος του εισοδήματος της εκμετάλλευσης και το συνολικό ύψος των επιδοτήσεων που εισπράττει μια εκμετάλλευση.
Η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ το 2003 αλλάζει εκ θεμελίων τον τρόπο που η ΕΕ στηρίζει τον αγροτικό τομέα. Το ενδιαφέρον στρέφεται στις ανάγκες των καταναλωτών, ενώ δίνεται η δυνατότητα οι αγρότες να παράγουν προϊόντα που ζητάει η αγορά μέσω της αποσύνδεσης των επιδοτήσεων από την παραγωγή. Για να αποφευχθεί όμως η εγκατάλειψη της παραγωγής, μπορεί να επιλεχθεί μια περιορισμένη σύνδεση μεταξύ επιδοτήσεων και παραγωγής με τις “ενιαίες ενισχύσεις εκμετάλλευσης”, αρκεί οι εκμεταλλεύσεις να τηρούν τους κανονισμούς για την προστασία του περιβάλλοντος, την ασφάλεια των τροφίμων και τις συνθήκες διαβίωσης των ζώων, μειώνοντας τη χρήση των εισροών (πόροι που χρησιμοποιούνται στην διαδικασία παραγωγής των αγροτικών προϊόντων και περιλαμβάνουν την καλλιεργούμενη γη, μαζί με το φυτικό και ζωϊκό κεφάλαιο, τα γεωργικά μηχανήματα, τα κτίρια, το νερό, την ενέργεια, τα λιπάσματα, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα κ.λπ)) εκείνων που βλάπτουν τα ανωτέρω απαιτούμενα.
Η Νέα ΚΑΠ 2023-2027 που προτάσσει μια πράσινη και ψηφιακή γεωργία, σύμφωνα με τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τον αγροτικό πληθυσμό της Ελλάδας που βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση, καθώς πέρα από τις μέχρι τώρα χρηματοδοτήσεις από Ταμεία που απορρέουν από την φορολογία των Ευρωπαίων πολιτών, βάζει στο σκηνικό και άλλους μηχανισμούς στήριξης όπως ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία. Φυσικά οι χρηματοδοτήσεις θα δίνονται μόνο σε όσους γεωργούς εναρμονίζουν τις καλλιέργειές τους (φυτικές και ζωικές) με την αειφορία που προωθείται. Και με την υποχρεωτική ανάπτυξη τεχνολογιών που επιβάλλει η ΚΑΠ για τον εκσυγχρονισμό της καλλιέργειας και την συνεισφορά της στην πράσινη και ψηφιακή γεωργία θα μειωθεί ακόμα περισσότερο ο αριθμός των αγροτών καθώς οι μικροκαλλιεργητές δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις προκλήσεις. Ένα σημαντικό στοιχείο της νέας ΚΑΠ αφορά και στην εξόρυξη βιομηχανικών ορυκτών και μετάλλων και μεγάλης κλίμακας παραγωγής μπαταριών σε μεγάλη έκταση εντός της ΕΕ, ώστε να καταστεί δυνατή η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Από τις μέχρι τώρα πολιτικές που εφάρμοσε η ΕΕ είδαμε ότι έφερε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα, οπότε δεν ξέρουμε αν εφαρμοστούν στην πατρίδα μας αυτές οι δραστηριότητες πώς θα διαχειριστεί ο ορυκτός μας πλούτος.
Η παραγωγή των σιτηρών ήταν αυτή που μάλλον επλήγη περισσότερο με την ένταξή μας στην ΕΟΚ και την εφαρμογή της ΚΑΠ. Πριν την ένταξή μας η Ελλάδα καλλιεργούσε περίπου 10 εκατομμύρια στρέμματα, 8 εκατομμύρια για μαλακό σιτάρι (ψωμί) και 2 στρέμματα για σκληρό σιτάρι (ζυμαρικά) και διατηρούσε πλεονασματικό απόθεμα το οποίο συγκέντρωνε και τροφοδοτούσε και την διεθνή αγορά. Το κράτος εξασφάλιζε στους παραγωγούς εγγυημένες τιμές. Πλέον έχουμε φθάσει στο σκληρό σιτάρι στο 140%, και στο μαλακό στο 30%, ενώ οι εκτάσεις καλλιέργειας είναι μειωμένες κατά περίπου 20%. Μεγάλο μέρος αυτής της έκτασης έχει μείνει σε υποχρεωτική μακρόχρονη αγρανάπαυση ή έχει φυτευτεί με δένδρα (με την ‘’βοήθεια’’ πάντα άλλων κοινοτικών προγραμμάτων επιδότησης).
Η βαμβακοκαλλιέργεια είναι ένας άλλος κλάδος που καταστράφηκε από την εφαρμογή της ΚΑΠ. Πριν την ένταξή μας στην ΕΟΚ υπήρχαν πλεονάσματα βάμβακος, τα οποία εξαγοράζονταν από την ΚΥΔΕΠ (Κεντρική Υπηρεσία Διαχείρισης Εγχώριας Παραγωγής) και οι παραγωγοί πληρώνονταν μια καθορισμένη ελάχιστη τιμή για το απούλητο προϊόν. Τα πρώτα χρόνια στην ΕΟΚ η βαμβακοκαλλιέργεια ενισχύθηκε με τη στήριξη της παραγωγής και την εξασφάλιση ικανοποιητικών εισοδημάτων. Στην πορεία όμως η ΕΕ επέβαλλε ποσόστωση, παρά τις ελλείψεις στις ευρωπαϊκές χώρες, και έτσι επήλθε μείωση βαμβακοκαλλιέργειας από 4.000.000 περίπου στρέμματα στα 2.500.000 στρέμματα, οδηγώντας χιλιάδες βαμβακοπαραγωγούς σε αδιέξοδο.
Σε άλλους τομείς, πριν την ένταξή μας η παραγωγή οσπρίων κάλυπτε μέχρι και το 90% των εγχώριων αναγκών, ενώ σήμερα καλύπτει περίπου το 30%. Ακόμα, μεγάλη μείωση υπέστη η καλλιέργεια κριθαριού και βρώμης, η καλλιέργεια κτηνοτροφικών ψυχανθών, όπως κουκιών, μπιζελιού, κτηνοτροφικού ρεβιθιού, λούπινου, κ.λ.π. έχοντας δημιουργήσει μια τεράστια εξάρτηση της χώρας από την εισαγόμενη μεταλλαγμένη σόγια. Η μείωση της παραγωγής ζωοτροφών οδηγεί στην περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων ανεβάζοντας στα ύψη το έλλειμμα της ζωικής παραγωγής. Από 572.000 τόνους το 1981, η εγχώρια παραγωγή έφτασε το 2010 τους 491.000 τόνους. Η επάρκεια το 2010 ανά κατηγόρια έφθασε σε βοδινό κρέας στο 24%, σε χοιρινό κρέας στο 39%, σε αιγοπρόβειο κρέας στο 87% και σε κρέας πουλερικών στο 79%. Με πρόσφατα δεδομένα, το 2020 οι ζωικές μονάδες ήταν στις 1.986.667, μειωμένες κατά 18,2% από το 2009. Το γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο, από περίπου 760 εκατομμύρια ευρώ πλεόνασμα το 1980, έφθασε το 2014 σε έλλειμμα περίπου 3,5 – 4 δισεκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή σε 36 χρόνια μετατραπήκαμε από εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων σε εισαγωγέα αγροτικών προϊόντων.
Το 2020 ο αγροτικός κλάδος συνεισέφερε το 4,7% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας. Τα στοιχεία που δίνει η επίσημη σελίδα της ΕΕ για την ελληνική γεωργία κάνουν λόγο για 400.000 άτομα απασχολούμενα στον γεωργικό τομέα, αριθμός που αντιστοιχεί στο 10% της απασχόλησης σε όλους τους τομείς. Επίσης αναφέρονται 700.000 γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες είναι μικρές σε φυσικό μέγεθος και η μέση γεωργική εκμετάλλευση είναι 7 εκτάρια. ενώ άνω του 70 % των γεωργικών εκμεταλλεύσεων διαθέτουν λιγότερα από 5 εκτάρια. Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι η ιδιοκτησία γαιών βρίσκεται στα χέρια λίγων μεγαλοκτημόνων, οι οποίοι καλλιεργώντας τεράστιες εκτάσεις παίρνουν την μερίδα του λέοντος με τις επιδοτήσεις, και οι μικρομεσαίοι αντιμετωπίζουν ακόμα περισσότερη δυσπραγία, εγκαταλείποντας τελικά την γεωργία, αφού δεν έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν τις πολιτικές της ΕΕ για την προστασία του περιβάλλοντος. Το ολοένα και μεγαλύτερο κόστος παραγωγής (ρεύμα, πετρέλαιο, ζωοτροφές), και οι διαρκείς πιέσεις για μείωση των τιμών από τους παραγωγούς, με την πίεση της ΚΑΠ για πράσινη και ψηφιακή γεωργία, οδηγούν σε μείωση του εργατικού δυναμικού, στην ελαχιστοποίηση του αριθμού ενασχόλησης νέων ανθρώπων με τις καλλιέργειες. Οι κινητοποιήσεις αγροτών και κτηνοτρόφων κάθε χρόνο, αντικατοπτρίζουν το τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πρωτογενής τομέας.
Παρά τις επιδοτήσεις που εφάρμοσε η ΚΑΠ, η ελληνική γεωργία ζημιώθηκε παρά ωφελήθηκε. Παρά τα προς καιρού αυξημένα αγροτικά εισοδήματα η παραγωγή μειώθηκε, λόγω της αδράνειας του ελεγκτικού μηχανισμού του κράτους, μιας και πολλοί εκμεταλλεύονταν τα κονδύλια χωρίς να παράγουν ικανή ποσότητα προϊόντος, ή σπαταλώντας τα για άλλες αγορές. Το χειρότερο όμως μάλλον ήταν η μείωση παραγωγής πλεονασματικών προϊόντων και η αγρανάπαυση, ενέργειες που επιδοτούνταν. Επηρεάστηκε το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων. Ενώ ο λόγος της αξίας των εξαγωγών προς τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων πριν την ένταξη της Ελλάδος ήταν 1,4 στην επόμενη δεκαετία μειώθηκε σε 0,7 μετατρέποντας τη χώρα από πλεονασματική σε ελλειμματική. Η εξέλιξη αυτή δεν οφείλεται μόνο στις υψηλότερες τιμές των αγροτικών προϊόντων της ΕΕ, αλλά και στο γεγονός ότι η Ελλάδα εισάγει κρέατα και γαλακτοκομικά που είναι ελλειμματική και στα οποία οι τιμές διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα λόγω της κοινοτικής προτίμησης. Αντίθετα, η Ελλάδα είναι πλεονασματική σε φρούτα και λαχανικά, τα οποία δεν μπορεί να τα εξάγει σε υψηλότερες τιμές λόγω της σχετικά χαμηλής προστασίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τελικά η ΕΟΚ προέβαλε ύπουλα ένα είδος καπιταλιστικής γεωργίας που προωθούσε την κυριότητα των εκτάσεων και κτηνοτροφικών μονάδων σε όλο και λιγότερα χέρια, με μείωση εργατικού δυναμικού και εκβιομηχάνιση της γεωργίας, ανοίγοντας τον δρόμο στον τριτογενή τομέα (χώρα παροχής υπηρεσιών) και την πράσινη ανάπτυξη.
Και αν σε όλα αυτά προσθέσουμε την κλιματική κρίση, που την εποχή μας οι επιστήμονες κρούουν έντονα το καμπανάκι κινδύνου, πρέπει να αυξηθούν τα κεφάλαια για την πράσινη μετάβαση του πρωτογενή τομέα, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο το κόστος παραγωγής για τους μικρομεσαίους παραγωγούς. Όπως στην πρόσφατη συνάντηση που είχαν στην Ρώμη ο Έλληνας Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Λευτέρης Αυγενάκης με τον Γενικό Διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων, ένα από τα θέματα συζήτησης ήταν και η κλιματική κρίση και οι επιπτώσεις της. Ο Έλληνας υπουργός από τη μεριά του έκανε λόγο για τις καταστροφές στην φυτική και ζωική παραγωγή που επέφεραν οι φετινές πλημμύρες και πυρκαγιές, ενώ ο Κινέζος συνομιλητής του έκανε λόγο για τη διαχείριση των υδάτων. Και μέσα σε όλα τα άλλα οι πόλεμοι στις γείτονες χώρες έχουν αυξήσει και την μεταναστευτική κρίση, που απειλεί ολόκληρη της Ευρώπη, θέτοντας επί τάπητος και το θέμα της επισιτιστικής κρίσης. Και σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση για την Εκπαίδευση 2019-2020 του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ (Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας), η Ελλάδα διατρέχει υψηλό κίνδυνο σε μια ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση λόγω της “γήρανσης” του πρωτογενή τομέα. Συγκεκριμένα ο πόλεμος Ουκρανίας-Ρωσίας έδειξε την “γύμνια” της ΚΑΠ, μιας και οι τιμές σε σιτηρά, λιπάσματα, ζωοτροφές, ενέργεια, εκτοξεύτηκαν ακόμα περισσότερο λόγω προμήθειας των εν λόγω αγαθών από τις εμπόλεμες χώρες. Όσον αφορά το Ισραήλ, κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή υβριδικών σπόρων και ο πόλεμος στη Γάζα έχει προκαλέσει τώρα νέα διεθνή ανησυχία για το τι θα γίνει, αν το Ισραήλ σταματήσει να παράγει και εξάγει αυτό το ζωτικό αγαθό λόγω του πολέμου. Είναι φανερό ότι η ΚΑΠ έχει αποτύχει στους στόχους που έχει θέσει, αφού στην πραγματικότητα η ΕΕ είναι αθωράκιστη σε κάθε κρίση και ο μόνος τρόπος τόνωσης του πρωτογενή τομέα απαιτεί την χρήση οικονομικών πόρων είτε από τους φόρους των πολιτών, είτε μέσω δανεισμών, ή και μέσω ιδιωτικών κεφαλαίων (ενέργεια που θεσμοθετήθηκε και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιδιωτικοποίηση σημαντικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων).
Όσον αφορά την αλιεία, τα πρώτα χρόνια αυτός ο τομέας εντασσόταν στην ΚΑΠ, αλλά από το 1970 και μετά με τη θέσπιση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) από τα κράτη-μέλη και την ένταξη στην κοινότητα κρατών-μελών με αλιευτικούς στόλους σημαντικού μεγέθους, απέκτησε ξεχωριστή οντότητα και συνέστησε την λεγόμενη Κοινή Αλιευτική Πολιτική (ΚαλΠ) που γνώρισε και αυτή αρκετές μεταρρυθμίσεις στο πέρασμα των χρόνων. Για οικονομία χρόνου θα αναφερθώ μόνο σε έναν βασικό στόχο της ΚαλΠ· οι δραστηριότητες στους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας να είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμες από περιβαλλοντική άποψη και να υπόκεινται σε διαχείριση που είναι συμβατή με τους στόχους της επίτευξης οικονομικών και κοινωνικών οφελών, καθώς και οφελών στον τομέα της απασχόλησης. Την δεκαετία του 1990 εφαρμόστηκε κανονισμός από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα για μείωση του αλιευτικού στόλου. Αυτό έπληξε σοβαρά τον κλάδο, και από οικονομικής και από πολιτιστικής άποψης, αφού από τότε μέχρι σήμερα, πέρα από την αποχή από το επάγγελμα, έχουν καταστραφεί σύμφωνα με εκτιμήσεις περίπου 13.500 καΐκια, κάποια από τα οποία αποτελούσαν τεράστιο τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας, αλλά και της τέχνης της ξυλοναυπηγικής, αποδεικνύοντας πόσο στρεβλή μπορεί να είναι η ερμηνεία μιας ευρωπαϊκής οδηγίας για τον περιορισμό της υπεραλίευσης και της προστασίας των αλιευμάτων. Και όλη αυτή η καταστροφή με ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Η πρόσφατη, επικαιροποιημένη ΚαλΠ για τον έλεγχο των αλιευτικών σκαφών και την επίτευξη μιας πιο βιώσιμης αλιείας, επιβάλλει καταγραφή των ερασιτεχνών ψαράδων και αναφορά των αλιευμάτων τους μέσω ηλεκτρονικού συστήματος για την πρόληψη της υπεραλίευσης. Ένα ψηφιακό σύστημα (γνωστό ως «CATCH») θα εισαχθεί στο πλαίσιο του συστήματος πιστοποίησης αλιευμάτων για παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία. Στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι η διαχείριση των πιστοποιητικών αλιευμάτων και άλλων συναφών εγγράφων θα γίνεται σε ένα ενιαίο ψηφιακό περιβάλλον σε επίπεδο ΕΕ, βελτιώνοντας έτσι την ικανότητα των αρχών να εντοπίζουν προϊόντα που προέρχονται από ΠΛΑ αλιεία.
Πριν 11 χρόνια σε συνέντευξή του στον Σταύρο Θεοδωράκη στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ”, ο τότε υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Αθανάσιος Τσαυτάρης αποφάνθηκε ότι η γεωργία είναι αυτή που θα μας σώσει από την οικονομική κρίση που την περίοδο εκείνη βιώναμε έντονα. Σοφά λόγια, αλλά μετά από τόσα χρόνια η χώρα μας ακόμα είναι αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις που φέρνει η κάθε μεταρρύθμιση της ΚΑΠ. Για να επιτευχθεί η οικονομική ανάκαμψη μέσω της γεωργίας αυτό που πρέπει πρώτα να κάνει η Ελλάδα είναι να χαράξει μια δική της Αγροτική Πολιτική, με δικές της ανεξάρτητες έρευνες, με εθνικό προσανατολισμό, ικανή να σιτίσει τον ελληνικό λαό πρωτίστως και μετά τον ευρωπαϊκό, να καλύψει τις δικές του ανάγκες, με τα πρότυπα και τις διατροφικές συνήθειες που μεγάλωσαν γενιές και γενιές, αξιοποιώντας τις κλιματικές συνθήκες της χώρας μας, διατηρώντας την δική μας πρωτογενή ανεξαρτησία, κοιτάζοντας πρώτα τη δική μας ευημερία, μακρυά από πολιτικές εμπάργκο που βάζει η ΕΕ και τα όργανά της και εξαθλιώνει ακόμα περισσότερο τον τόπο μας. Σαφώς με τη σύμπραξη της αλιείας, την οποία υπονομεύουν και οι διεκδικήσεις των γειτόνων μας, με την ΑΟΖ μας οριοθετημένη στα 6 νμ. Και φυσικά και με τη χρήση του ορυκτού πλούτου που διαθέτει η χώρα, με σημαντικές πρώτες ύλες για την ανάπτυξη της βιομηχανίας.
Ιωάννα Άρμεν – Μέλος του
Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού – Πρώτα η Ελλάδα